ἀπαρνέομαι: Difference between revisions

6_13b
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] dep. pass., abschlagen, verweigern, οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή Soph. Ai. 96; Ant. 439; τὴν πείρασιν Thuc. 6, 56; ablehnen, wie τοὔνομα Dem. 21, 189; ἀπαρνηθῆναι Plat. Phaedr. 256 a; Sp.; läugnen, Her. 8, 69; οὐκ ἀπαρνήσεσθαι, μὴ [[οὐχί]] Plat. Gorg. 461 c; in derselben Bedeutung ἀπαρνηθήσομαι Soph. Phil. 523.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] dep. pass., abschlagen, verweigern, οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή Soph. Ai. 96; Ant. 439; τὴν πείρασιν Thuc. 6, 56; ablehnen, wie τοὔνομα Dem. 21, 189; ἀπαρνηθῆναι Plat. Phaedr. 256 a; Sp.; läugnen, Her. 8, 69; οὐκ ἀπαρνήσεσθαι, μὴ [[οὐχί]] Plat. Gorg. 461 c; in derselben Bedeutung ἀπαρνηθήσομαι Soph. Phil. 523.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαρνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Πλάτ.: ἀόρ. ἀπηρνησάμην Καλλ. εἰς Δήμ. 75. 107, Ἀπολλ. Ρόδ., Καιν. Διαθ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἀεὶ -ηρνήθην Σοφ. Τρ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 1266, Θουκ. κλ.: ἀποθ. ὁλοσχερῶς ἀρνοῦμαι, ἀπαρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 69· κλέψαντες ἀπαρνεῖσθαι Ἀντιφῶν 118. 20· μὴ… ἀπαρνηθεὶς γένῃ Πλάτ. Σοφιστ. 217C· ἀπαρνηθῆναί τι, ἀποβαλεῖν, ἀπρρῖψαί τι, Θουκ. 6. 56, κτλ.: ἀπ. μὴ μ. ἀπαρ., τὸν… ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μὴ (ἐνν. δρᾶσαι) Σοφ. Ἀντ. 443, Αἴ. 96· οὐκ ἀπαρνήσεσθαι μὴ οὐ… Πλάτ. Γοργ. 461C· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ μή, ἀπ. χαρίσασθαι ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 256Α. 2) ἐν τῇ λογικῇ ἀντιτίθεται τῷ κατηγορεῖν, [[μήτε]] κατηγοροῦντας [[αὐτοῦ]] [[μήτε]] ἀπαρνουμένους Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 23, 9, ἀλλ’ ἐκείνου μὲν [[ἄλλο]] ἀπαρνεῖται, αὐτὸ δὲ ἄλλου κατηγορεῖται Ἀναλυτ. Β΄, 15. ΙΙ. ὁ μέλλ. ἀπαρνηθήσεται, ὁ συνήθως ἐπὶ παθ. σημασ. λαμβανόμενος [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] ἀποθετικὸς καὶ σημαίνει: δὲν θὰ ἀρνηθῇ, - χἡ [[ναῦς]] γὰρ ἄξει κοὐκ ἀπαρνηθήσεται, τὸ [[πλοῖον]] θὰ φέρῃ αὐτὸν καὶ δὲν θ’ ἀρνηθῇ, Σοφ. Φ. 527, [[ἔνθα]] ἴδε τὴν διεξοδικὴν σημ. τοῦ Jebb. - ἀπαρνηθήσεται [[μετὰ]] παθ. σημ. ἀπαντᾷ ἐν τῷ Λουκ. Εὐαγγ. κ. ιβ΄, 9.
}}
}}