3,258,334
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαρνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Πλάτ.: ἀόρ. ἀπηρνησάμην Καλλ. εἰς Δήμ. 75. 107, Ἀπολλ. Ρόδ., Καιν. Διαθ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἀεὶ -ηρνήθην Σοφ. Τρ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 1266, Θουκ. κλ.: ἀποθ. ὁλοσχερῶς ἀρνοῦμαι, ἀπαρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 69· κλέψαντες ἀπαρνεῖσθαι Ἀντιφῶν 118. 20· μὴ… ἀπαρνηθεὶς γένῃ Πλάτ. Σοφιστ. 217C· ἀπαρνηθῆναί τι, ἀποβαλεῖν, ἀπρρῖψαί τι, Θουκ. 6. 56, κτλ.: ἀπ. μὴ μ. ἀπαρ., τὸν… ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μὴ (ἐνν. δρᾶσαι) Σοφ. Ἀντ. 443, Αἴ. 96· οὐκ ἀπαρνήσεσθαι μὴ οὐ… Πλάτ. Γοργ. 461C· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ μή, ἀπ. χαρίσασθαι ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 256Α. 2) ἐν τῇ λογικῇ ἀντιτίθεται τῷ κατηγορεῖν, [[μήτε]] κατηγοροῦντας [[αὐτοῦ]] [[μήτε]] ἀπαρνουμένους Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 23, 9, ἀλλ’ ἐκείνου μὲν [[ἄλλο]] ἀπαρνεῖται, αὐτὸ δὲ ἄλλου κατηγορεῖται Ἀναλυτ. Β΄, 15. ΙΙ. ὁ μέλλ. ἀπαρνηθήσεται, ὁ συνήθως ἐπὶ παθ. σημασ. λαμβανόμενος [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] ἀποθετικὸς καὶ σημαίνει: δὲν θὰ ἀρνηθῇ, - χἡ [[ναῦς]] γὰρ ἄξει κοὐκ ἀπαρνηθήσεται, τὸ [[πλοῖον]] θὰ φέρῃ αὐτὸν καὶ δὲν θ’ ἀρνηθῇ, Σοφ. Φ. 527, [[ἔνθα]] ἴδε τὴν διεξοδικὴν σημ. τοῦ Jebb. - ἀπαρνηθήσεται [[μετὰ]] παθ. σημ. ἀπαντᾷ ἐν τῷ Λουκ. Εὐαγγ. κ. ιβ΄, 9. | |lstext='''ἀπαρνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Πλάτ.: ἀόρ. ἀπηρνησάμην Καλλ. εἰς Δήμ. 75. 107, Ἀπολλ. Ρόδ., Καιν. Διαθ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἀεὶ -ηρνήθην Σοφ. Τρ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 1266, Θουκ. κλ.: ἀποθ. ὁλοσχερῶς ἀρνοῦμαι, ἀπαρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 69· κλέψαντες ἀπαρνεῖσθαι Ἀντιφῶν 118. 20· μὴ… ἀπαρνηθεὶς γένῃ Πλάτ. Σοφιστ. 217C· ἀπαρνηθῆναί τι, ἀποβαλεῖν, ἀπρρῖψαί τι, Θουκ. 6. 56, κτλ.: ἀπ. μὴ μ. ἀπαρ., τὸν… ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μὴ (ἐνν. δρᾶσαι) Σοφ. Ἀντ. 443, Αἴ. 96· οὐκ ἀπαρνήσεσθαι μὴ οὐ… Πλάτ. Γοργ. 461C· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ μή, ἀπ. χαρίσασθαι ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 256Α. 2) ἐν τῇ λογικῇ ἀντιτίθεται τῷ κατηγορεῖν, [[μήτε]] κατηγοροῦντας [[αὐτοῦ]] [[μήτε]] ἀπαρνουμένους Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 23, 9, ἀλλ’ ἐκείνου μὲν [[ἄλλο]] ἀπαρνεῖται, αὐτὸ δὲ ἄλλου κατηγορεῖται Ἀναλυτ. Β΄, 15. ΙΙ. ὁ μέλλ. ἀπαρνηθήσεται, ὁ συνήθως ἐπὶ παθ. σημασ. λαμβανόμενος [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] ἀποθετικὸς καὶ σημαίνει: δὲν θὰ ἀρνηθῇ, - χἡ [[ναῦς]] γὰρ ἄξει κοὐκ ἀπαρνηθήσεται, τὸ [[πλοῖον]] θὰ φέρῃ αὐτὸν καὶ δὲν θ’ ἀρνηθῇ, Σοφ. Φ. 527, [[ἔνθα]] ἴδε τὴν διεξοδικὴν σημ. τοῦ Jebb. - ἀπαρνηθήσεται [[μετὰ]] παθ. σημ. ἀπαντᾷ ἐν τῷ Λουκ. Εὐαγγ. κ. ιβ΄, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἀπηρνούμην, <i>f.</i> ἀπαρνήσομαι, <i>ao.</i> [[ἀπηρνήθην]], <i>pf.</i> [[ἀπήρνημαι]];<br /><b>1</b> refuser, repousser, acc.;<br /><b>2</b> nier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀρνέομαι]]. | |||
}} | }} |