3,252,196
edits
(13_7_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1115.png Seite 1115]] ἡ, 1) die Schätzung, Werthschätzung, Achtung, Ehrenbezeigung, <b class="b2">Ehre</b>, die Einer bei Andern genießt; Hom. u. Folgde überall; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ [[κῦδος]] ὀπηδεῖ, Il. 17, 251; πᾶσι γὰρ ἀνθρώποισιν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ τιμῆς ἔμμ οροί εἰσι καὶ αἰδοῦς, Od. 8, 480; ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ [[ἐσθλός]], sie stehen in gleicher Ehre, Il. 9, 319; τιμὴ θεῶν, die Würde der Götter, Od. 5, 335; αἱ τιμαὶ αὐτοῖς καὶ τὰ ἱερὰ τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἠφανίζετο, Plat. Conv. 190 c; τιμὴ [[βασιληΐς]], Il. 6, 193, Königswürde; auch ohne Zusatz, die Herrschaft, Od. 1, 11711, 338. 503; vgl. Böckh v. l. Pind. P. 4, 106; [[σκῆπτρον]] τιμάς τ' ἀπ οσυλᾶται, Aesch. Prom. 171; übh. Vorrang, Vorrecht, das Einer seines Standes wegen genießt, wie [[γέρας]], das Ehrenamt das einer jeden Gottheit zugetheilt ist und das sie als eigenthümliches Vorrecht genießt, Hes. Th. 203; H. h. Cer. 328; εἴθ' [[ὅστις]] θεῶν ταύτην τὴν τιμὴν εἴληφε τῆς ξυγκράσεως, Plat. Phil. 61 c; vgl. Valck. Hipp. 107 u. Hemsth. Luc. D. D. 26, 1; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς, Plat. Apol. 35 b; παῖδας καταλιπόντες ἐν ταῖς μεγίσταις τιμαῖς, Legg. X, 900 a, vgl. Rep. VIII, 549 c Tim. 20 a. – Uebh. Amt, Geschäft, Seidl. Eur. El. 988; ἐκβάλλειν τινὰ τῆς τιμῆς, Xen. Cyr. 1, 3, 9; τὰς ἐούσας τιμάς, die bestehenden Aemter, Beamten, Her. 1, 59. – Auch Ehrengeschenk, z. B. der Götter, Hes. O. 141; Ehrengabe, Belohnung, οὐχ ἥδε χρυσῆς [[ἀξία]] τιμῆς [[λαχεῖν]], Soph. Ant. 695; Wolf Dem. Lpt. 233. – Uebh. Ehre, ἔχει τιμὰν σταδίου, Pind. νικον τιμὰν δέκευ, 8, 5, βροτοῖσι τιμὰς ὤπασας [[πέρα]] δίκης, Aesch. Prom. 30, u. öfter; κοὔ ποτ' ἐξ ἐμοῦ τιμὴν προέξουσ' οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων, Soph. Ant. 708; Eur. u. Ar.; u. in Prosa: δώροις καὶ τιμαῖς ταῖς πρεπ ούσαις τιμηθείς, Plat. Legg. XII, 953 d; τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν [[ἕκαστος]], Phaed. 113, d, τιμὴν νομίζειν τι, Etwas für eine Ehre halten, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) Schätzung einer Sache, <b class="b2">Abschätzung</b>, Bestimmung ihres Werthes oder Preises, auch der Preis selbst, bes. hoher Preis, Her. 7, 119; τῆς αὐτῆς τιμῆς πωλεῖν, für denselben Preis verkaufen, Lys. 22, 12; τῶν ἠγορασμένων, Is. 8, 23; τὰς τιμὰς τῶν ἀνδραπόδων ὠνουμένων εἶχε, Dem. 27, 13; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω, Plat. Legg. XI, 914 b; ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον 917 d; ἔχων τὴν τιμὴν τῆς λείας, Xen. An. 7, 5, 2, πρίασθαι τῆς αὐτῆς τιμῆς, Dem. 21, 149 u. öfter, Preis. – Bes. auch der Werth von etwas Geraubtem oder Zerstörtem und der danach bestimmte Schadenersatz, Entschädigung, Buße, von Geldstrafen, ἄρνυσθαί τινι τιμήν, Einem Genugthuung verschaffen, Il. 1, 159. 5, 552, τίνειν od. ἀποτίνειν τιμήν τινι, Einem Genugthuung leisten, ihm die Buße, den Schadenersatz entrichten, Il. 3, 286. 288. 459; eben so ἄγειν τιμήν, Od. 22, 57; vgl. noch Plat. Gorg. 497 b. Daher auch das Strafen, Rachenehmen, ἔβη Ἀγαμέμνονος [[εἵνεκα]] τιμῆς Ἴλιον εἰς εὔπωλον, Od. 14, 70. 117. – Die Schätzung, der Census, ἔστω πενίας μὲν [[ὅρος]] ἡ τοῦ κλήρου [[τιμή]], Plat. Legg. V, 744 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1115.png Seite 1115]] ἡ, 1) die Schätzung, Werthschätzung, Achtung, Ehrenbezeigung, <b class="b2">Ehre</b>, die Einer bei Andern genießt; Hom. u. Folgde überall; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ [[κῦδος]] ὀπηδεῖ, Il. 17, 251; πᾶσι γὰρ ἀνθρώποισιν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ τιμῆς ἔμμ οροί εἰσι καὶ αἰδοῦς, Od. 8, 480; ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ [[ἐσθλός]], sie stehen in gleicher Ehre, Il. 9, 319; τιμὴ θεῶν, die Würde der Götter, Od. 5, 335; αἱ τιμαὶ αὐτοῖς καὶ τὰ ἱερὰ τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἠφανίζετο, Plat. Conv. 190 c; τιμὴ [[βασιληΐς]], Il. 6, 193, Königswürde; auch ohne Zusatz, die Herrschaft, Od. 1, 11711, 338. 503; vgl. Böckh v. l. Pind. P. 4, 106; [[σκῆπτρον]] τιμάς τ' ἀπ οσυλᾶται, Aesch. Prom. 171; übh. Vorrang, Vorrecht, das Einer seines Standes wegen genießt, wie [[γέρας]], das Ehrenamt das einer jeden Gottheit zugetheilt ist und das sie als eigenthümliches Vorrecht genießt, Hes. Th. 203; H. h. Cer. 328; εἴθ' [[ὅστις]] θεῶν ταύτην τὴν τιμὴν εἴληφε τῆς ξυγκράσεως, Plat. Phil. 61 c; vgl. Valck. Hipp. 107 u. Hemsth. Luc. D. D. 26, 1; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς, Plat. Apol. 35 b; παῖδας καταλιπόντες ἐν ταῖς μεγίσταις τιμαῖς, Legg. X, 900 a, vgl. Rep. VIII, 549 c Tim. 20 a. – Uebh. Amt, Geschäft, Seidl. Eur. El. 988; ἐκβάλλειν τινὰ τῆς τιμῆς, Xen. Cyr. 1, 3, 9; τὰς ἐούσας τιμάς, die bestehenden Aemter, Beamten, Her. 1, 59. – Auch Ehrengeschenk, z. B. der Götter, Hes. O. 141; Ehrengabe, Belohnung, οὐχ ἥδε χρυσῆς [[ἀξία]] τιμῆς [[λαχεῖν]], Soph. Ant. 695; Wolf Dem. Lpt. 233. – Uebh. Ehre, ἔχει τιμὰν σταδίου, Pind. νικον τιμὰν δέκευ, 8, 5, βροτοῖσι τιμὰς ὤπασας [[πέρα]] δίκης, Aesch. Prom. 30, u. öfter; κοὔ ποτ' ἐξ ἐμοῦ τιμὴν προέξουσ' οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων, Soph. Ant. 708; Eur. u. Ar.; u. in Prosa: δώροις καὶ τιμαῖς ταῖς πρεπ ούσαις τιμηθείς, Plat. Legg. XII, 953 d; τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν [[ἕκαστος]], Phaed. 113, d, τιμὴν νομίζειν τι, Etwas für eine Ehre halten, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) Schätzung einer Sache, <b class="b2">Abschätzung</b>, Bestimmung ihres Werthes oder Preises, auch der Preis selbst, bes. hoher Preis, Her. 7, 119; τῆς αὐτῆς τιμῆς πωλεῖν, für denselben Preis verkaufen, Lys. 22, 12; τῶν ἠγορασμένων, Is. 8, 23; τὰς τιμὰς τῶν ἀνδραπόδων ὠνουμένων εἶχε, Dem. 27, 13; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω, Plat. Legg. XI, 914 b; ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον 917 d; ἔχων τὴν τιμὴν τῆς λείας, Xen. An. 7, 5, 2, πρίασθαι τῆς αὐτῆς τιμῆς, Dem. 21, 149 u. öfter, Preis. – Bes. auch der Werth von etwas Geraubtem oder Zerstörtem und der danach bestimmte Schadenersatz, Entschädigung, Buße, von Geldstrafen, ἄρνυσθαί τινι τιμήν, Einem Genugthuung verschaffen, Il. 1, 159. 5, 552, τίνειν od. ἀποτίνειν τιμήν τινι, Einem Genugthuung leisten, ihm die Buße, den Schadenersatz entrichten, Il. 3, 286. 288. 459; eben so ἄγειν τιμήν, Od. 22, 57; vgl. noch Plat. Gorg. 497 b. Daher auch das Strafen, Rachenehmen, ἔβη Ἀγαμέμνονος [[εἵνεκα]] τιμῆς Ἴλιον εἰς εὔπωλον, Od. 14, 70. 117. – Die Schätzung, der Census, ἔστω πενίας μὲν [[ὅρος]] ἡ τοῦ κλήρου [[τιμή]], Plat. Legg. V, 744 d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τῑμή''': ἡ, (τίω). 1) ὡς καὶ νῦν: 2) [[τιμή]], [[ἐκτίμησις]], καὶ ἐν τῷ πληθ., σεβασμὸς πρὸς τοὺς θεοὺς ἢ τοὺς ἀνωτέρους, ἢ [[ἀνταμοιβὴ]] παρεχομένη εἴς τινα διὰ τὰς ὑπηρεσίας του, [[τιμῆς]] ἕμμορος [[εἶναι]] Ὀδ. Θ. 480· ὀφέλλειν τινὰ τιμῇ Ἰλ. Α. 510· ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ [[κῦδος]] ὀπάζει Ρ. 251· ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλὸς Ι. 319, πρβλ. Δ. 410· ἐν τιμῇ σέβειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 166 ἐν τ. ἄγεσθαί τινα Ἡρόδ. 1. 134· ἐν τ. τίθεσθαι ἢ ἄγειν τινὰ ὁ αὐτ. 3. 3, Πλάτ. Πολ. 538Ε· ἐν τιμαῖς ἔχειν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 107· τιμαῖς αὐξάνειν τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 24· τιμὴν νέμειν, ἢ ἀπονέμειν τινὶ Σοφ. Φιλ. 1062, Πλάτ.· τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν, ἀπονέμειν τὸν ὀφειλόμενον σεβασμὸν ἢ τὴν προσήκουσαν τιμήν, Σοφ. Αἴ. 1351· τιμὰς ὀπάζειν, [[πορεῖν]] Αἰσχύλ. Πρ. 30, 946· διδόναι Εὐριπ. Ἱππ. 1424, κλπ.· ἀποδοῦναι Πλάτ. Πολ. 415C· φέρειν τινὶ Εὐρ. Ἱππ. 329· τιμάς τινι προσάπτειν Σοφ. Ἠλ. 359· περιάπτειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 640· - τ. εὑρίσκεσθα, δέκεσθαι Πινδ. Π. 1. 94., 8. 6· τιμὰς φέρεσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1278· ἔχειν Ἡρόδ. 2. 46, κλπ.· [[πρός]] τινος ὁ αὐτ. 1. 120· πρβλ. [[προέχω]] ΙΙ. 2· ἐν τιμῇ [[εἶναι]] Ξεν. Ἀν. 2. 5, 38· [[τιμῆς]] λαχεῖν, τυχεῖν Σοφ. Ἀντ. 699, Ἠλ. 364· οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται, ταῖς τιμαῖς ἃς ἀπονέμουσιν αὐτοῖς οἱ νέοι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 33· - [[μετὰ]] γεν., ἡ τ. θεῶν, ἡ εἰς τοὺς θεοὺς ὀφειλομένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 637, πρβλ. Χο. 200· τιμὰς τῶν θεῶν πατεῖν Σοφ. Ἀντ. 745· - τιμῇ, σὺν τιμῇ, ἐντίμως, Σοφ. Ο. Κ. 381· [[τιμῆς]] [[ἕνεκα]], εἰς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], Ξεν. Ἀν. 7. 3, 28, Σοφ. Ἀντ. 208. 2) [[τιμή]], [[ἀξίωμα]], [[κυριαρχία]], ὡς [[δικαίωμα]] ἢ [[ἰδιότης]] τῶν θεῶν ἢ τῶν βασιλέων, Ἰλ. Α. 278., Ι. 498 (494), Ὀδ. Α. 117., Ε. 335, κλπ.· τ. θεῶν Ε. 335· τ. βασιληὶς Ἰλ. Ζ. 193· οὕτω παρ’ Ἡροδ., Πινδ., καὶ τοῖς Τραγ., ἴδε Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. ΙΙ. 4. 106 (191)· - ἀκολούθως [[καθόλου]], ὡς τὸ [[γέρας]], τὸ ἰδιαίτερον [[δικαίωμα]] βασιλέως, καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ δικαιώματα [[αὐτοῦ]], τιμὴν δ’ αὐτὸς ἔχοι καὶ κτήμασιν οἷσιν ἀνάσσοι Ὀδ. Α. 117 ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsck), Ἡσ. Θεογ. 203, Θέογν. 374, Σοφ. Ο. Τ. 909, Ἀντ. 745, Εὐριπ. Ἱππ. 107, κλπ.· [[σκῆπτρον]] τιμὰς τ· ἀποσυλᾶται Αἰσχύλ. Πρ. 171. 3) [[ἀξίωμα]], [[ἀρχή]], [[ἐξουσία]], καὶ ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατιν. honores, πολιτικαὶ τιμαὶ (τιμὰς λέγομεν [[εἶναι]] τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 10, 4), Ἡρόδ. 1. 59, κλπ.· ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς Πλάτ. Ἀπολ. 35Β, κλπ.· μὴ φεύγειν τοὺς πόνους, ἢ [[μηδὲ]] τὰς τιμὰς διώκειν Θουκ. 2. 63· τιμὴν ἔχειν, λαγχάνειν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, Πλάτ. κλπ.· οἱ ἐν ἀξιώμασι, Εὐρ. Ι. Α. 20· ἐκβάλλειν τινὰ τῆς [[τιμῆς]] Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· [[καθόλου]], [[ὑπούργημα]], [[ἔργον]], τιμὴ [[ἄχαρις]] Ἡρόδ. 7. 36· -[[ὡσαύτως]], β) ἐν συγκεκριμένῃ ἐννοίᾳ, [[ἐξουσία]], [[ἀρχή]], τ. [[δίσκηπτρος]], ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 44, πρβλ. Πέρσ. 919· [[κλῦτε]] δὲ Γᾶ (κατὰ τὸν Ahr. ἀντὶ τά) χθονίων τε τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 399· καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει, ὑποχωροῦσιν εἰς τοὺς ἄρχοντας, Σοφ. Αἴ. 670. 4) [[δῶρον]] [[τιμῆς]], προσφορὰ [[τιμῆς]], [[περιποίησις]], [[προσφορά]], π.χ. τιμὴ τοῖς θεοῖς προσφερομένη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 141, Αἰσχύλ. Πέρσ. 622· [[ἀμοιβή]], [[δῶρον]], Λατ. hororarium, Σοφ. Ἀντ. 699, Πλάτ. Φίληβ. 61C· τιμὴ ἢ [[ζημία]] Πλάτ. Πολ. 347Α· τιμαὶ καὶ δωρεαὶ [[αὐτόθι]] 361C· τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 113D· πρβλ. Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 233, καὶ ἴδε ἐν λ. [[γέρας]]. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, ἡ [[τιμή]], ἡ [[ἀξία]] πράγματός τινος, Λατ. pretium, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132 (παρ’ Ὁμ. ὧνος)· ἐξευρίσκοντες [[τιμῆς]] κτήνεα σιτεύεσκον, εὑρίσκοντες αὐτὰ διὰ πληρωμῆς [[μεγάλης]] [[τιμῆς]], Ἡρόδ. 7. 119 τῆς αὐτῆς τ. πωλεῖν Λυσί. 165. 16· πρίασθαι Δημ. 563. 7· δεκαπλάσιον τῆς [[τιμῆς]] ἀποτίνειν Πλάτ. Νόμ. 914Β· ἀποδιδόναι τινὶ τὴν τ. [[αὐτόθι]] Α· ὁ πωλῶν [[ὁτιοῦν]] ἐν τῇ ἀγορᾷ [[μηδέποτε]] δύο εἴπῃ τιμὰς ὧν ἂν πωλῇ [[αὐτόθι]] 917Β· ὁπόσης ἂν [[τιμῆς]] ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον [[αὐτόθι]] D· περὶ τῆς τ. διαφέρεσθαι Λυσί. 165. 32· ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε γενήσεται Ἀριστοφ. Ἀχ. 895, κλπ. ΙΙΙ. [[ἐκτίμησις]] ζημίας γενομένη πρὸς ὁρισμὸν τῆς ἀποζημιώσεως, [[ὅθεν]] ἀποζημίωσις, ἱκανοποίησις, [[ποινή]], [[μάλιστα]] συνισταμένη εἰς χρήματα (πρβλ. [[τίμημα]]), τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ, «δίκην λαμβάνοντες παρὰ τῶν Τρῴων τῷ Μενελάῳ», (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 159., Ε. 552· τίνειν ἢ ἀποτίνειν τιμήν τινι Γ. 286, 288· οὕτω, ἄγειν τιμὴν Ὀδ. Χ. 57· ἐμῆς [[ἕνεκα]] [[τιμῆς]], πρὸς ἱκανοποίησίν μου, Ἰλ. Ρ. 92, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 70, 117· οὐ σή... ἡ [[τιμή]], δὲν [[εἶναι]] ἰδική σου ἡ [[ποινή]], Πλάτ. Γοργ. 497Β. 2) [[ἐκτίμησις]] πρὸς κατανομὴν τῶν φόρων, τοῦ κλήρου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744D· [[καθόλου]], ὁ πλούτος τ. τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων Ἀριστ. Ρητορ. 2. 16, 1. | |||
}} | }} |