ἀπολούω: Difference between revisions

6_13a
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] abwaschen, Il. 14, 7 λούσῃ ἄπο βρότον; τινά τι, Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον 18, 345; Plat. Crat. 405 b; ἀπέλου Ar. Vesp. 118. – Med., sich abwaschen, ἅλμην ὤμοιιν ἀπολούσομαι Od. 6, 219; εἰ πεπίθοιενΠηλείδην λούσασθαι ἄπο βρότον Iliad. 23, 41; ἀπολούσασθαι τὸ [[πρόσωπον]], sich das Gesicht waschen, Long. 1, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] abwaschen, Il. 14, 7 λούσῃ ἄπο βρότον; τινά τι, Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον 18, 345; Plat. Crat. 405 b; ἀπέλου Ar. Vesp. 118. – Med., sich abwaschen, ἅλμην ὤμοιιν ἀπολούσομαι Od. 6, 219; εἰ πεπίθοιενΠηλείδην λούσασθαι ἄπο βρότον Iliad. 23, 41; ἀπολούσασθαι τὸ [[πρόσωπον]], sich das Gesicht waschen, Long. 1, 11.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπολούω''': μέλλ. -λούσω: Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐκπλύνω]], λούειν ἄπο βρότον Ἰλ. Ξ. 7: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὄφρ’… ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι, ἵνα [[ἀποπλύνω]] τὴν ἅλμην ἀπὸ τῶν ὤμων μου, Ὀδ. Ζ. 219. 2) μετ' αἰτ. προσ., λούων [[καθαρίζω]], [[ἀποκαθαίρω]], Ἀριστοφ. Σφ. 118 ([[ἔνθα]] τὸ ἀπέλου κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀπέλοε, ἴδε ἐν λ. [[λούω]]), Πλάτ. Κρατ. 405Β, πρβλ. 406Α: ― Μεσ., [[λούω]] ἔμαυτόν, λούσασθαι ἄπο βρότον αἱματόεντα Ἰλ. Ψ. 41· οὕτω καὶ, τὸ [[σῶμα]] ἀπελούετο Λόγγ. 1. 13: ― οὕτω κατ’ ἀρχαϊκὸν τρόπον, ἀπολούμενος Λουκ. Λεξιφ. 2, πρβλ. Ἀθήν. 97D, 98Α. 3) μετ' αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. [[ὄφρα]] τάχιστα Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον Ἰλ. Σ. 345· μεταγεν. [[μετὰ]] γεν. πράγμ., καί μ’ ἀπέλουσε λύθρου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 314. 6.
}}
}}