Anonymous

ἀπολούω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολούω''': μέλλ. -λούσω: Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐκπλύνω]], λούειν ἄπο βρότον Ἰλ. Ξ. 7: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὄφρ’… ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι, ἵνα [[ἀποπλύνω]] τὴν ἅλμην ἀπὸ τῶν ὤμων μου, Ὀδ. Ζ. 219. 2) μετ' αἰτ. προσ., λούων [[καθαρίζω]], [[ἀποκαθαίρω]], Ἀριστοφ. Σφ. 118 ([[ἔνθα]] τὸ ἀπέλου κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀπέλοε, ἴδε ἐν λ. [[λούω]]), Πλάτ. Κρατ. 405Β, πρβλ. 406Α: ― Μεσ., [[λούω]] ἔμαυτόν, λούσασθαι ἄπο βρότον αἱματόεντα Ἰλ. Ψ. 41· οὕτω καὶ, τὸ [[σῶμα]] ἀπελούετο Λόγγ. 1. 13: ― οὕτω κατ’ ἀρχαϊκὸν τρόπον, ἀπολούμενος Λουκ. Λεξιφ. 2, πρβλ. Ἀθήν. 97D, 98Α. 3) μετ' αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. [[ὄφρα]] τάχιστα Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον Ἰλ. Σ. 345· μεταγεν. [[μετὰ]] γεν. πράγμ., καί μ’ ἀπέλουσε λύθρου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 314. 6.
|lstext='''ἀπολούω''': μέλλ. -λούσω: Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐκπλύνω]], λούειν ἄπο βρότον Ἰλ. Ξ. 7: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὄφρ’… ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι, ἵνα [[ἀποπλύνω]] τὴν ἅλμην ἀπὸ τῶν ὤμων μου, Ὀδ. Ζ. 219. 2) μετ' αἰτ. προσ., λούων [[καθαρίζω]], [[ἀποκαθαίρω]], Ἀριστοφ. Σφ. 118 ([[ἔνθα]] τὸ ἀπέλου κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀπέλοε, ἴδε ἐν λ. [[λούω]]), Πλάτ. Κρατ. 405Β, πρβλ. 406Α: ― Μεσ., [[λούω]] ἔμαυτόν, λούσασθαι ἄπο βρότον αἱματόεντα Ἰλ. Ψ. 41· οὕτω καὶ, τὸ [[σῶμα]] ἀπελούετο Λόγγ. 1. 13: ― οὕτω κατ’ ἀρχαϊκὸν τρόπον, ἀπολούμενος Λουκ. Λεξιφ. 2, πρβλ. Ἀθήν. 97D, 98Α. 3) μετ' αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. [[ὄφρα]] τάχιστα Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον Ἰλ. Σ. 345· μεταγεν. [[μετὰ]] γεν. πράγμ., καί μ’ ἀπέλουσε λύθρου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 314. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπολούσω, <i>ao.</i> ἀπέλουσα;<br />ôter en lavant : [[τι]] qch (sueur, sang, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπολούομαι;<br /><b>1</b> ôter en se lavant : [[τι]] qch (sueur, poussière, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> laver sur soi, nettoyer en se lavant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λούω]].
}}
}}