ὁλκή: Difference between revisions

1,696 bytes added ,  5 August 2017
6_9
(13_6b)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] ἡ ([[ἕλκω]]), das Ziehen; ἀρότρου, S. Emp. pyrrh. 3, 15; der Zug, ὁλκὴ γὰρ [[οὔτοι]] [[πλόκαμον]] οὐ δαμάζεται, Aesch. Suppl. 861; καὶ ἀγωγὴ παίδων πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον, Plat. Legg. II, 659 d; τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν, Phil. 57 d; von dem Ziehen der Wagschaale, das Gewicht, die Wucht, Luc. Demon. 7 τὴν ὁλκὴν διτάλαντα; vgl. Pol. 31, 3, 16 u. Nic. Th. 92; ὁλκὴν ταλάντου χρυσίου, Men. bei Poll. 9, 76; im engern Sinne, das Gewicht einer Drachme, Sp., wie Galen. u. S. Emp. pyrrh. 1, 81; – das Ansichziehen, die Anziehung, νοτίδος, Theophr.; dah. übertr. = Zug zu Etwas hin, Neigung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] ἡ ([[ἕλκω]]), das Ziehen; ἀρότρου, S. Emp. pyrrh. 3, 15; der Zug, ὁλκὴ γὰρ [[οὔτοι]] [[πλόκαμον]] οὐ δαμάζεται, Aesch. Suppl. 861; καὶ ἀγωγὴ παίδων πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον, Plat. Legg. II, 659 d; τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν, Phil. 57 d; von dem Ziehen der Wagschaale, das Gewicht, die Wucht, Luc. Demon. 7 τὴν ὁλκὴν διτάλαντα; vgl. Pol. 31, 3, 16 u. Nic. Th. 92; ὁλκὴν ταλάντου χρυσίου, Men. bei Poll. 9, 76; im engern Sinne, das Gewicht einer Drachme, Sp., wie Galen. u. S. Emp. pyrrh. 1, 81; – das Ansichziehen, die Anziehung, νοτίδος, Theophr.; dah. übertr. = Zug zu Etwas hin, Neigung, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὁλκή''': ἡ, ([[ἕλκω]]) τὸ ἕλκειν, σύρειν, π.χ. τὴν κόμην, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 884· ἡ τῆς γνάψεως [[ὁλκή]], τὸ σύρειν τὸ ξαντικὸν [[ἐργαλεῖον]] κατὰ τὴν κατεργασίαν ὑφασμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 182Ε· ἀπὸ μιᾶς ὁλκῆς, δι’ ἑνὸς «τραβήγματος», Ἀριστ. Μηχαν. 18. 2· ἡ ὁλκὴ τοῦ ἀρότρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 15· - μεταφορ., τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν, τοῖς ἐμπείροις εἰς τὸ ἕλκειν τὰς λέξεις εἰς ἐσφαλμένην σημασίαν, Πλάτ. Φίληβ. 57D. 2) ὁλκὴ πνεύματος, εἰσπνοὴ ἀέρος, Ἀριστ. π. Πνεύμ, 2. 10. ΙΙ. τὸ σύρειν ἐπί τι ἢ [[πρός]] τι, [[παιδεία]] ἔσθ’ ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν λόγον Πλάτ. Νόμ. 659Δ. 2) [[ἕλξις]], [[δύναμις]] τῆς ἕλξεως, Ἱππ. 610. 29, Πλάτ. Τίμ. 80C· ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος, ἡ ἑλκτικὴ [[δύναμις]] τῆς ὁμοιότητος, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C. ΙΙΙ. ἡ ῥοπὴ ἢ φορὰ τῆς πλάστιγγος, τὸ βάρος, ὁλκὴν ταλάντου χρυσίου Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 45, Βάβρ. 51. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, 21., 1570, κ. ἀλλ. 2) ἡ δραχμὴ ὡς βάρος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 81, Γαλην.
}}
}}