ὁλκή

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκή Medium diacritics: ὁλκή Low diacritics: ολκή Capitals: ΟΛΚΗ
Transliteration A: holkḗ Transliteration B: holkē Transliteration C: olki Beta Code: o(lkh/

English (LSJ)

ἡ, (ἕλκω)
A drawing, trailing, dragging, e.g. of the hair, A.Supp.884; ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή the drawing of the carding instrument in fulling cloth, Pl.Plt. 282e; ἀπὸ μιᾶς ὁλκῆς by one haul or pull, Arist.Mech.853b1; ἡ ὁλκὴ τοῦ ἀρότρου S.E.P.3.15: metaph., τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν skilled in drawing words to a false meaning, Pl.Phlb. 57d.
2 inhalation (of vapour), Hp.Mul.1.55; ὁλκὴ πνεύματος drawing in of the breath, Arist.Spir.482a15; ὁλκὴ τοῦ αἵματος suction of blood by the cupping-bowl, Anon. in Rh. 170.8.
3 ray, beam, prob. cj. for ὁλκὸν in Lyr.Alex.Adesp.35.19.
II a drawing on or drawing towards a thing, παιδεία ἔσθ' ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν λόγον Pl.Lg.659d.
2 attraction, force of attraction, Id.Ti.80c; of a magnet, Epicur.Fr.293 (pl.), Ph.1.34; ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος the attractive force of similarity, Pl.Cra.435c.
3 tendency, διανοίας πρὸς τὸ ὄν Ph.1.332.
III drawing down of the scale, weight, ὁλκὴ ταλάντου χρυσίου Men.383, cf. Arist.Mir.833b10, Thphr. HP 9.16.8, Plb.30.25.16, LXX 1 Es.8.62(64), IG22.659.27, 11(2).128.25 (Delos, iii B. C.), etc.; ὁλκὴν ἄγειν weigh so much, Michel836.30(Milet.), etc.
2 the drachma, as a weight, Dsc.1.30, S.E.P. 1.81, Hero *Geom.23.55, Gal.19.752, Asclep. ap. eund.13.160, Ruf. Ren.Ves.1.11.

German (Pape)

[Seite 323] ἡ (ἕλκω), das Ziehen; ἀρότρου, S. Emp. pyrrh. 3, 15; der Zug, ὁλκὴ γὰρ οὔτοι πλόκαμον οὐ δαμάζεται, Aesch. Suppl. 861; καὶ ἀγωγὴ παίδων πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον, Plat. Legg. II, 659 d; τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν, Phil. 57 d; von dem Ziehen der Wagschaale, das Gewicht, die Wucht, Luc. Demon. 7 τὴν ὁλκὴν διτάλαντα; vgl. Pol. 31, 3, 16 u. Nic. Th. 92; ὁλκὴν ταλάντου χρυσίου, Men. bei Poll. 9, 76; im engern Sinne, das Gewicht einer Drachme, Sp., wie Galen. u. S. Emp. pyrrh. 1, 81; – das Ansichziehen, die Anziehung, νοτίδος, Theophr.; dah. übertr. = Zug zu Etwas hin, Neigung, Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de tirer ; poids qui entraîne le plateau d'une balance ; en gén. poids;
2 attraction, entraînement, propension.
Étymologie: ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

ὁλκή:ἕλκω
1 тяга, таскание (τοῦ καλωδίου Arst.; ἀρότρου Sext.; sc. πλοκάμου Aesch.): ἀπὸ μιᾶς ὁλκῆς Arst. одним рывком; περὶ λόγων ὁ. Plat. подтаскивание слов, т. е. игра словами;
2 притягивание, увлекание (ὁ. καὶ ἀγωγὴ παίδων πρός τι Plat.);
3 втягивание (πνεύματος Arst.);
4 притяжение, влечение, тяготение, притягательная сила (τῆς ὁμοιότητος Plat.);
5 тяжесть, вес (λίθος δεκατάλαντος ὁλκήν Plut.);
6 (весовая), драхма Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκή: ἡ, (ἕλκω) τὸ ἕλκειν, σύρειν, π.χ. τὴν κόμην, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 884· ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή, τὸ σύρειν τὸ ξαντικὸν ἐργαλεῖον κατὰ τὴν κατεργασίαν ὑφασμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 182Ε· ἀπὸ μιᾶς ὁλκῆς, δι’ ἑνὸς «τραβήγματος», Ἀριστ. Μηχαν. 18. 2· ἡ ὁλκὴ τοῦ ἀρότρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 15· - μεταφορ., τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν, τοῖς ἐμπείροις εἰς τὸ ἕλκειν τὰς λέξεις εἰς ἐσφαλμένην σημασίαν, Πλάτ. Φίληβ. 57D. 2) ὁλκὴ πνεύματος, εἰσπνοὴ ἀέρος, Ἀριστ. π. Πνεύμ, 2. 10. ΙΙ. τὸ σύρειν ἐπί τι ἢ πρός τι, παιδεία ἔσθ’ ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν λόγον Πλάτ. Νόμ. 659Δ. 2) ἕλξις, δύναμις τῆς ἕλξεως, Ἱππ. 610. 29, Πλάτ. Τίμ. 80C· ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος, ἡ ἑλκτικὴ δύναμις τῆς ὁμοιότητος, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C. ΙΙΙ. ἡ ῥοπὴ ἢ φορὰ τῆς πλάστιγγος, τὸ βάρος, ὁλκὴν ταλάντου χρυσίου Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 45, Βάβρ. 51. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, 21., 1570, κ. ἀλλ. 2) ἡ δραχμὴ ὡς βάρος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 81, Γαλην.

Greek Monolingual

η (Α ὁλκή)
1. η έλξη, το σύρσιμο ή το τράβηγμα («ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή» — το να σύρει κάποιος το ξαντικό εργαλείο κατά την κατεργασία υφασμάτων, Πλάτ.)
2. η προς τα κάτω ροπή της πλάστιγγας
νεοελλ.
1. το βάρος σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων
2. η διάμετρος του σωλήνα πυροβόλου όπλου, το διαμέτρημα
3. (μεταλργ.) μηχανική κατεργασία τών μετάλλων με την οποία αυτά μετατρέπονται σε σύρματα
4. φρ. «μεγάλης ολκής» ή, απλώς, «ολκής» — μεγάλης δύναμης ή σπουδαιότητας
αρχ.
1. αναρρόφηση αίματος με βεντούζα
2. μύηση, εισαγωγήπαιδεία ἔσθ' ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον», Πλάτ.)
3. η ελκτική δύναμη
4. η δραχμή ως βάρος
5. τάση, ροπή, κλίση
6. φρ. α) «ὁλκὴ πνεύματος» — εισπνοή αέρα
β) «τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν» — στους έμπειρους στο να δίνουν στις λέξεις εσφαλμένη σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ὁλκ- του θ. ἑλκ- του ἕλκω].

Greek Monotonic

ὁλκή: ἡ (ἕλκω), τράβηγμα, σύρσιμο, έλξη· έλξη επί ενός ή προς ένα πράγμα, θέλγητρο, δύναμη της έλξης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὁλκή, ἡ, ἕλκω
a drawing, dragging, tugging: a drawing on or towards a thing, attraction, force of attraction, Plat.

Frisk Etymology German

ὁλκή: {holkḗ}
Forms: ὁλκός m. "der Zieher", Ziehmaschine für Schiffe, Riemen (Hdt., Th., S., E.), auch Spur, Furche ("die sich hinziehende"; Frisk Eranos 38, 43), Rinne, Windung (E., Ar., hell. u. sp. Dicht.), auch Ben. einer Spinne (Dsk.; vgl. Gil Fernandez Nombres de insectos 155 f. m. Lit.); Adj. ὁλκός, -ή, -όν an sich ziehend (Pl., Arist. usw.), sich hinziehend, hinneigend, zögernd (Ph., Hld.).
Grammar: f.
Meaning: ‘das Ziehen, das Schleppen, Zug, Einatmung, Schluck, Trunk, Anziehung, das Ziehen der Waagschale = Gewicht’ (ion. att.);
Derivative: Von ὁλκή: 1. ὁλκάς, -άδος f. ‘Zug-, Lastschiff’ (Pi., ion. att.) mit ὁλκαδικός (Arist.); 2. ὁλκεῖον (-ίον) n. große Schüssel, großes Bekken, aus dem Wasser geschöpft wird (Kom. u. Inschr. seit IVa; nach ἀγγεῖον) mit ὁλκίδιον (Pap. III p); 3. ὁλκεῖς· οἵ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται H. (Boßhardt 79); 4. ὁλκαῖος zum Ziehen gehörig, eine Windung bildend (Nik., Lyk.), -αῖον n. ‘Hinter-, Ruderstern’ (A. R.), -αία, -αίη f. Schwanz (Nik., A. R.); 5. ὅλκιμος ziehbar, biegsam, zähflüssig (Mediz., Plu.), zum Ziehen dienlich (Paul. Aeg.; Arbenz 75 f.; nach στάσιμος?); 6. -ήεις gewichtig (Nik.); 7. -άζω ziehen (Pap., H.).
Etymology : Verbalnomina zu ἕλκω nach wohlbekannten Mustern; mit ὁλκός kann indessen lat. sulcus m. Furche uridentisch sein (vgl. Porzig Satzinhalte 256), wenn nicht vielmehr mit Tiefstufe zu ags. sulh f. Pflug, Furche (idg. *sl̥q-), s. Porzig Gliederung 111. Weiteres s. ἕλκω und WP. 2, 507 f., Pok. 901, W.-Hofmann s. sulcus m. Lit.; s. auch ἄλοξ.
Page 2,377-378

English (Woodhouse)

haulage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)