ἀσυλία: Difference between revisions

6_11
(13_1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] ἡ, Unverletzlichkeit eines Ortes u. des daselbst Hülfe Suchenden, Aesch. Suppl. 605 Pol. 4, 74 Plut. Rom. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] ἡ, Unverletzlichkeit eines Ortes u. des daselbst Hülfe Suchenden, Aesch. Suppl. 605 Pol. 4, 74 Plut. Rom. 9.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσῡλία''': ἡ, τὸ ἀπαραβίαστον δηλ., 1) [[ἀσφάλεια]] προσωπική, ἐπὶ ἱκετῶν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξὺν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610· ἐν ἐπιγραφαῖς, [[προνόμιον]] διδόμενον εἰς τὸν εὐεργετήσαντα τὴν πόλιν καὶ ἄξιον αὐτῆς καταστάντα, [[εἶμεν]] δ’ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, πρβλ. 1355, 1542, κ. ἀλλ.· [[συχν]]. ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Κούρτιος 41 κ. ἑξῆς. 2) [[ἱερότης]], [[ἁγιωσύνη]], τὸ ἀπαραβίαστον τῆς ὑπολήψεώς τινος, [[ἀσυλία]] ἱερέως Διον. Ἁλ. 11. 25: - ἐπὶ τόπου πρὸς καταφυγήν, [[καταφύγιον]], ἄσυλον, Πολύβ. 4. 74, 2.
}}
}}