Anonymous

ἀσυλία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσῡλία''': ἡ, τὸ ἀπαραβίαστον δηλ., 1) [[ἀσφάλεια]] προσωπική, ἐπὶ ἱκετῶν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξὺν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610· ἐν ἐπιγραφαῖς, [[προνόμιον]] διδόμενον εἰς τὸν εὐεργετήσαντα τὴν πόλιν καὶ ἄξιον αὐτῆς καταστάντα, [[εἶμεν]] δ’ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, πρβλ. 1355, 1542, κ. ἀλλ.· [[συχν]]. ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Κούρτιος 41 κ. ἑξῆς. 2) [[ἱερότης]], [[ἁγιωσύνη]], τὸ ἀπαραβίαστον τῆς ὑπολήψεώς τινος, [[ἀσυλία]] ἱερέως Διον. Ἁλ. 11. 25: - ἐπὶ τόπου πρὸς καταφυγήν, [[καταφύγιον]], ἄσυλον, Πολύβ. 4. 74, 2.
|lstext='''ἀσῡλία''': ἡ, τὸ ἀπαραβίαστον δηλ., 1) [[ἀσφάλεια]] προσωπική, ἐπὶ ἱκετῶν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξὺν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610· ἐν ἐπιγραφαῖς, [[προνόμιον]] διδόμενον εἰς τὸν εὐεργετήσαντα τὴν πόλιν καὶ ἄξιον αὐτῆς καταστάντα, [[εἶμεν]] δ’ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, πρβλ. 1355, 1542, κ. ἀλλ.· [[συχν]]. ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Κούρτιος 41 κ. ἑξῆς. 2) [[ἱερότης]], [[ἁγιωσύνη]], τὸ ἀπαραβίαστον τῆς ὑπολήψεώς τινος, [[ἀσυλία]] ἱερέως Διον. Ἁλ. 11. 25: - ἐπὶ τόπου πρὸς καταφυγήν, [[καταφύγιον]], ἄσυλον, Πολύβ. 4. 74, 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />inviolabilité, <i>ou</i> asylie, espèce d’habeas corpus, <i>ou</i> interdiction de saisie de corps ; <i>ou</i> garantie de ne pas être maltraité par quiconque, tout acte violent à l’encontre de la personne étant considéré comme sacrilège ; s’applique aussi à un sanctuaire, à un territoire, pour le mettre à l’abri des actes de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσυλος]].
}}
}}