πάτος: Difference between revisions

1,602 bytes added ,  5 August 2017
6_14
(13_6a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0535.png Seite 535]] ὁ, 1) der betretene Weg, Pfad, Fußsteig, Il. 20, 137. – 2) das Treten, der Tritt, [[πάτος]] ἀνθρώπων, Schritt und Tritt der Menschen, Il. 6, 202 Od. 9, 119, u. so sp. D., wie Ap. Rh. χῶρον, [[ὅτις]] πάτου [[ἔκτοθεν]] ἦεν ἀνθρώπων, 3, 1201; u. übertr., [[μήτε]] ἀποῤῥήτοις καὶ ἔξω πάτου ὀνόμασι, [[μήτε]] τοῖς ἀγοραίοις, Luc. hist. conscr. 44, vgl. Pseudol. 13. – 3) Koth der Thiere, Nic. Al. 535, Schol. [[ἀφόδευμα]], Ther. 933. – 4) Nach Hesych. auch [[ἔνδυμα]] τῆς Ἥρας.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0535.png Seite 535]] ὁ, 1) der betretene Weg, Pfad, Fußsteig, Il. 20, 137. – 2) das Treten, der Tritt, [[πάτος]] ἀνθρώπων, Schritt und Tritt der Menschen, Il. 6, 202 Od. 9, 119, u. so sp. D., wie Ap. Rh. χῶρον, [[ὅτις]] πάτου [[ἔκτοθεν]] ἦεν ἀνθρώπων, 3, 1201; u. übertr., [[μήτε]] ἀποῤῥήτοις καὶ ἔξω πάτου ὀνόμασι, [[μήτε]] τοῖς ἀγοραίοις, Luc. hist. conscr. 44, vgl. Pseudol. 13. – 3) Koth der Thiere, Nic. Al. 535, Schol. [[ἀφόδευμα]], Ther. 933. – 4) Nach Hesych. auch [[ἔνδυμα]] τῆς Ἥρας.
}}
{{ls
|lstext='''πάτος''': ὁ, ἡ πεπατημένη ὁδός, κιόντες ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν, «ἐκ πεπατημένης ὁδοῦ εἰς τόπον σκοπιὰν ἔχοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 137· πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων Ζ. 202· οὐ μὲν γὰρ [[πάτος]] ἀνθρώπων ἀπερύκει Ὀδ. Ι. 119· ὅ τις πάτου [[ἔκτοθεν]] ἦεν ἀνθρώπων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1201· - μεταφορ., ἔξω πάτου ὀνόματα, λέξεις ἔξω τῶν συνήθων, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 44 ΙΙ. [[ἀφόδευμα]], [[ἀποπάτημα]], ἠὲ πάτον στρουθοῖο Νικ. Ἀλεξιφ. 535, Θηρ. 933· - ἡ [[σημασία]] τροφὴ ἡ ἀποδιδομένη εἰς τὴν λέξιν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1185 Σχολίοις [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἐπίνοια]] πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. [[ἀπόπατος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πάτος]]· ἡ πεπατημένη καὶ [[λεωφόρος]] ὁδός. καὶ [[κόπρος]]». (Πρβλ. Σανσκρ. pathas καὶ Σλαυ. pati (path)· [[ὡσαύτως]] Λατιν. pons ([[δίοδος]], [[πάροδος]], Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 14, 5), καὶ [[ἴσως]] [[πόντος]] (πρβλ. ὑγρὰ κέλευθα)· οὕτω παρεισάγεται τὸ ν εἰς τὰς λέξεις [[βάθος]] [[βένθος]], [[πάθος]] [[πένθος]]).
}}
}}