στιβαρός: Difference between revisions

6_4
(13_6b)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] eigtl. dicht zusammengedrängt, <b class="b2">gedrungen</b>, derb u. kräftig; oft Hom. u. Hes.; von gedrungenen, starkmuskeligen, kräftigen Gliedern: [[ὦμος]], Il. 5, 400; [[αὐχήν]], 18, 415, βραχίονες, Od. 18, 69; [[χείρ]], Il. 13, 505; öfters χερσὶ στιβαρῇσιν, wie z. B. 12, 397; von festen harten Waffen: [[ἔγχος]], 5, 746 u. öfter; [[σάκος]], 3, 335 u. sonst; δίσκον στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ, Od. 8, 187; u. adv., πύλας [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, fest, dicht zusammengefügt; – [[πέλεκυς]], Philp. 15 (VI, 103); von Menschen, στιβαρά τις φαίνε ται καὶ καρτερά, Ar. Thesm. 639; auch in sp. Prosa, [[λέξις]], gedrungener Stil, D. Hal. iud. de Thuc. 24, 1; στιβαρῶς φροντίζειν, M. Ant. 8, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] eigtl. dicht zusammengedrängt, <b class="b2">gedrungen</b>, derb u. kräftig; oft Hom. u. Hes.; von gedrungenen, starkmuskeligen, kräftigen Gliedern: [[ὦμος]], Il. 5, 400; [[αὐχήν]], 18, 415, βραχίονες, Od. 18, 69; [[χείρ]], Il. 13, 505; öfters χερσὶ στιβαρῇσιν, wie z. B. 12, 397; von festen harten Waffen: [[ἔγχος]], 5, 746 u. öfter; [[σάκος]], 3, 335 u. sonst; δίσκον στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ, Od. 8, 187; u. adv., πύλας [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, fest, dicht zusammengefügt; – [[πέλεκυς]], Philp. 15 (VI, 103); von Menschen, στιβαρά τις φαίνε ται καὶ καρτερά, Ar. Thesm. 639; auch in sp. Prosa, [[λέξις]], gedrungener Stil, D. Hal. iud. de Thuc. 24, 1; στιβαρῶς φροντίζειν, M. Ant. 8, 5.
}}
{{ls
|lstext='''στῐβᾰρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.) [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[ῥωμαλέος]], [[ἀκμαῖος]], [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἐπί τε τῶν μελῶν τοῦ ἀνδρικοῦ σώματος, [[ὦμος]], [[αὐχήν]], βραχίονες Ἰλ. Ε. 400, Σ. 415, Ὀδ. Σ. 68· μέλεα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 76· οὕτω, στ. πλευραὶ Πινδ. Ἀποσπ. 77· καὶ ἐπὶ ὅπλων, [[ἔγχος]], [[σάκος]] Ἰλ. Ε. 746, Γ. 335, κτλ.· [[δίσκος]] στιβαρώτερος, βαρύτερος, ὀγκωδέστερος, Ὀδ. Θ. 187· ― [[μετέπειτα]] ἐπὶ προσώπων, στ. τις καὶ καρτερὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 639· στ. τὸ σώμα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8· στ. τῇ γλώσσῃ Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Γ΄, 6)· [[μοῖρα]] στ. Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 101· εὐεπίῃ (ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου) Ἀνθ. Π. 7. 39· [[λέξις]] Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. ― Ἐπίρρ., πύκα στιβαρῶς ἀραρυῖαι .. πύλαι, [[καλῶς]], στενῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Μ. 454· στ. φρόντιζε Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 5. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ, στείβω, [[ὥστε]] ἡ πρώτη σημασ. ἦτο: [[συμπαγής]], [[στερεός]]· συγγενὲς τῇ √ΣΤΙΦ, στιφρός, πιθανῶς δὲ καὶ τῇ √ΣΤΥΦ, [[στυφελός]]).
}}
}}