Anonymous

στιβαρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῐβᾰρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.) [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[ῥωμαλέος]], [[ἀκμαῖος]], [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἐπί τε τῶν μελῶν τοῦ ἀνδρικοῦ σώματος, [[ὦμος]], [[αὐχήν]], βραχίονες Ἰλ. Ε. 400, Σ. 415, Ὀδ. Σ. 68· μέλεα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 76· οὕτω, στ. πλευραὶ Πινδ. Ἀποσπ. 77· καὶ ἐπὶ ὅπλων, [[ἔγχος]], [[σάκος]] Ἰλ. Ε. 746, Γ. 335, κτλ.· [[δίσκος]] στιβαρώτερος, βαρύτερος, ὀγκωδέστερος, Ὀδ. Θ. 187· ― [[μετέπειτα]] ἐπὶ προσώπων, στ. τις καὶ καρτερὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 639· στ. τὸ σώμα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8· στ. τῇ γλώσσῃ Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Γ΄, 6)· [[μοῖρα]] στ. Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 101· εὐεπίῃ (ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου) Ἀνθ. Π. 7. 39· [[λέξις]] Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. ― Ἐπίρρ., πύκα στιβαρῶς ἀραρυῖαι .. πύλαι, [[καλῶς]], στενῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Μ. 454· στ. φρόντιζε Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 5. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ, στείβω, [[ὥστε]] ἡ πρώτη σημασ. ἦτο: [[συμπαγής]], [[στερεός]]· συγγενὲς τῇ √ΣΤΙΦ, στιφρός, πιθανῶς δὲ καὶ τῇ √ΣΤΥΦ, [[στυφελός]]).
|lstext='''στῐβᾰρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.) [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[ῥωμαλέος]], [[ἀκμαῖος]], [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἐπί τε τῶν μελῶν τοῦ ἀνδρικοῦ σώματος, [[ὦμος]], [[αὐχήν]], βραχίονες Ἰλ. Ε. 400, Σ. 415, Ὀδ. Σ. 68· μέλεα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 76· οὕτω, στ. πλευραὶ Πινδ. Ἀποσπ. 77· καὶ ἐπὶ ὅπλων, [[ἔγχος]], [[σάκος]] Ἰλ. Ε. 746, Γ. 335, κτλ.· [[δίσκος]] στιβαρώτερος, βαρύτερος, ὀγκωδέστερος, Ὀδ. Θ. 187· ― [[μετέπειτα]] ἐπὶ προσώπων, στ. τις καὶ καρτερὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 639· στ. τὸ σώμα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8· στ. τῇ γλώσσῃ Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Γ΄, 6)· [[μοῖρα]] στ. Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 101· εὐεπίῃ (ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου) Ἀνθ. Π. 7. 39· [[λέξις]] Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. ― Ἐπίρρ., πύκα στιβαρῶς ἀραρυῖαι .. πύλαι, [[καλῶς]], στενῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Μ. 454· στ. φρόντιζε Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 5. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ, στείβω, [[ὥστε]] ἡ πρώτη σημασ. ἦτο: [[συμπαγής]], [[στερεός]]· συγγενὲς τῇ √ΣΤΙΦ, στιφρός, πιθανῶς δὲ καὶ τῇ √ΣΤΥΦ, [[στυφελός]]).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />foulé, serré, compact ; grand et gros, fort, robuste;<br /><i>Cp.</i> στιβαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' R. Στιβ, fouler ; v. [[στείβω]].
}}
}}