ἀπαμβλύνω: Difference between revisions

6_13a
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0277.png Seite 277]] abstumpfen, τεθηγμένον [[τοί]] μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Aesch. Spt. 697, du wirst mich in meinem Entschlusse nicht wankend machen; schwächen, ἀπὸ γὰρ [[κόρος]] ἀμβλύνει ἐλπίδας Pind. P. 1, 82. Häufiger im pass., schwächer, milder werden, ἀπαμβλυνθήσεται Aesch. Prom. 686; γηράσκοντι αἱ φρένες ἀπαμβλύνονται ἐς πάντα πρήγματα Her. 3, 134; Plat. Rep. IV, 442; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0277.png Seite 277]] abstumpfen, τεθηγμένον [[τοί]] μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Aesch. Spt. 697, du wirst mich in meinem Entschlusse nicht wankend machen; schwächen, ἀπὸ γὰρ [[κόρος]] ἀμβλύνει ἐλπίδας Pind. P. 1, 82. Häufiger im pass., schwächer, milder werden, ἀπαμβλυνθήσεται Aesch. Prom. 686; γηράσκοντι αἱ φρένες ἀπαμβλύνονται ἐς πάντα πρήγματα Her. 3, 134; Plat. Rep. IV, 442; Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαμβλύνω''': μέλλ. ῠνῶ, [[ἀμβλύνω]], καθιστῶ τι ἀμβλύ, [[κάμνω]] αὐτὸ νὰ μὴ [[εἶναι]] κοπτερόν, τὰ [[ξίφη]] πάντα ἀπημβλύνθη Δίων Κ. 40, 24· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον. 2) μεταφ. ἀπὸ γὰρ [[κόρος]] ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας Πινδ. Π. 1. 160· ἐπὶ προσώπ., τεθηγμένον τοί μ’ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ, Αἰσχύλ. Θ. 715· [[φάος]] ὄσσων Ὀππ. Ἁλ. 4. 525: ― συχνότερον ἐν τῷ παθ. [[γίνομαι]] [[ἀμβλύς]], χάνω τὴν ὀξύτητα καὶ δύναμίν μου, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 12, Πλάτ. Πολ. 442D· [[ἰσχύς]] ἀπήμβλυνται Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 692Α· γηράσκοντι συγγηράσκουσιν αἱ φρένες καὶ ἐς τὰ πρήγματα πάντα ἀπαμβλύνονται Ἡρόδ. 3. 134· ἀπαμβλυνθήσεται γνώμην Αἰσχύλ. Πρ. 866.
}}
}}