ἀπαμβλύνω

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμβλύνω Medium diacritics: ἀπαμβλύνω Low diacritics: απαμβλύνω Capitals: ΑΠΑΜΒΛΥΝΩ
Transliteration A: apamblýnō Transliteration B: apamblynō Transliteration C: apamvlyno Beta Code: a)pamblu/nw

English (LSJ)

[ῡ], fut. ἀπαμβλῠνῶ (v. infr.),
A blunt or dull the edge of, τὰ ξίφη D.C.40.24 (Pass.).
2 mostly metaph., ἐλπίδα Pi.P.1.82 (tm.); of a person, τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ A.Th.715; τὰ λευκὰ τῶν τριχῶν ἀπαμβλύνει τὸν νοῦν Herod.1.67; φάος ὄσσων Opp.H.4.525; tone down, take the edge off a phrase, Plot.3.6.12:—more freq. in Pass., to be blunted, lose its edge or lose its force, ὥρη μὲν ἀπήμβλυνται, θυμὸς δὲ μενοινᾷ Hom.Epigr.12, cf. S.Eleg.6; γηράσκοντι συγγηράσκουσι αἱ φρένες καὶ ἐς τὰ πρήγματα πάντα ἀπαμβλύνονται Hdt.3.134; ἀπαμβλυνθήσεται γνώμην A.Pr.866; μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη = has our idea of justice in any way lost the edge (is indistinctly seen), Pl.R. 442d.
II = ἀπαμβλίσκω (make abortive, miscarry, produce abortive), J.BJ4.8.3 (s. v.l.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. -υνῶ A.Th.715]
I tr.
1 fig. embotar, debilitar, quitar el filo τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ A.l.c., a una frase, Plot.3.6.12, τὰ λευκὰ τῶν τριχῶν ἀπαμβλύνει τὸν νοῦν Herod.1.67.
2 malograr, hacer abortar δένδρων καρποὺς ἀπαμβλύνειν ... καὶ γυναικῶν γονάς I.BI 4.460.
3 enturbiar φάος ὄσσων Opp.H.4.525.
II intr., en v. med.-pas.
1 mellarse, embotarse en v. pas. τὰ ξίφη D.C.40.24.1.
2 debilitarse, embotarse ὥρη la juventud hex. en Ps.Hdt.Vit.Hom.420 (= Ath.592a), γηράσκοντι (αἱ φρένες) ἀπαμβλύνονται Hdt.3.134, cf. Nic.Al.543, ἀπαμβλυνθήσεται γνώμη A.Pr.866, τὰς περί πόσιν καὶ βρῶσιν ἐπιθυμίας ἀπημβλυσμένας Plu.2.786a, ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ... δικαιοσύνη vemos borrosamente la justicia Pl.R.442d.

German (Pape)

[Seite 277] abstumpfen, τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Aesch. Spt. 697, du wirst mich in meinem Entschlusse nicht wankend machen; schwächen, ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει ἐλπίδας Pind. P. 1, 82. Häufiger im pass., schwächer, milder werden, ἀπαμβλυνθήσεται Aesch. Prom. 686; γηράσκοντι αἱ φρένες ἀπαμβλύνονται ἐς πάντα πρήγματα Her. 3, 134; Plat. Rep. IV, 442; Plut.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπήμβλυνα;
Pass. f. ἀπαμβλυνθήσομαι, ao. ἀπημβλύνθην;
émousser ; fig. τινα λόγῳ ESCHL émousser par des paroles la vigueur de qqn.
Étymologie: ἀπό, ἀμβλύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαμβλύνω: досл. притуплять, перен. ослаблять, лишать сил (ἐλπίδας Pind.; τινὰ λόγῳ Aesch.): ἀπαμβλύνεσθαι γνώμην Aesch. утратить решимость; ἀπαμβλύνεσθαι ἔς τι Her. становиться неспособным к чему-л.; ἀπημβλύνθη τὴν ὄψιν Plut. зрение его притупилось.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμβλύνω: μέλλ. ῠνῶ, ἀμβλύνω, καθιστῶ τι ἀμβλύ, κάμνω αὐτὸ νὰ μὴ εἶναι κοπτερόν, τὰ ξίφη πάντα ἀπημβλύνθη Δίων Κ. 40, 24· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον. 2) μεταφ. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας Πινδ. Π. 1. 160· ἐπὶ προσώπ., τεθηγμένον τοί μ’ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ, Αἰσχύλ. Θ. 715· φάος ὄσσων Ὀππ. Ἁλ. 4. 525: ― συχνότερον ἐν τῷ παθ. γίνομαι ἀμβλύς, χάνω τὴν ὀξύτητα καὶ δύναμίν μου, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 12, Πλάτ. Πολ. 442D· ἰσχύς ἀπήμβλυνται Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 692Α· γηράσκοντι συγγηράσκουσιν αἱ φρένες καὶ ἐς τὰ πρήγματα πάντα ἀπαμβλύνονται Ἡρόδ. 3. 134· ἀπαμβλυνθήσεται γνώμην Αἰσχύλ. Πρ. 866.

English (Slater)

ἀπαμβλῡνω blunt the edge of, met. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας (P. 1.82)

Greek Monolingual

ἀπαμβλύνω)
μειώνω την οξύτητα ή την ένταση, περιορίζω μετριάζωαπαμβλύνω τις ανισότητες, τις αδικίες κ.λπ.»)
αρχ.
1. κάνω κάτι αμβλύ, εξασθενίζω την κόψη του
2. παθ. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα και τη δύναμη μου.

Greek Monotonic

ἀπαμβλύνω: [ῦ], μέλ. -ῠνῶ, αμβλύνω, στομώνω την αιχμή ενός ξίφους· μεταφ., τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλύνεις λόγῳ, σε Αισχύλ. — Παθ., αμβλύνομαι, στομώνω, χάνω τη διαπεραστική αιχμή του, στον ίδ., Πλάτ.

Middle Liddell

to blunt the edge of a sword: metaph., τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλύνεις λόγωι Aesch.:—Pass. to be blunted, lose its edge, Aesch, Plat.