ὁμορέω: Difference between revisions

6_12
(13_2)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] ion. [[ὁμουρέω]], angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] ion. [[ὁμουρέω]], angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.
}}
{{ls
|lstext='''ὁμορέω''': Ἰων. [[ὁμουρέω]], εἶμαι [[ὅμορος]], [[γειτνιάζω]], συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, [[Ἑκαταῖος]] 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. [[τύπος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ [[πλησιάζω]], ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».
}}
}}