δίωγμα: Difference between revisions

6_21
(13_4)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0648.png Seite 648]] τό, 1) das Verfolgte, das Wild, Xen. Cyr. 1, 4, 21. – 2) = [[δίωξις]], das Verfolgen, Nachjagen. Aesch. Eum. 134; Eur. Andr. 993 u. öfter: τὰ πλούτων καὶ δυνάμεων διώγματα Plat. Polit. 310 b; Sp., wie Pol. 1, 34, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0648.png Seite 648]] τό, 1) das Verfolgte, das Wild, Xen. Cyr. 1, 4, 21. – 2) = [[δίωξις]], das Verfolgen, Nachjagen. Aesch. Eum. 134; Eur. Andr. 993 u. öfter: τὰ πλούτων καὶ δυνάμεων διώγματα Plat. Polit. 310 b; Sp., wie Pol. 1, 34, 9.
}}
{{ls
|lstext='''δίωγμα''': τό, ([[διώκω]]) καταδίωξις, [[κυνήγιον]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 139, ἐν τῷ πληθ.· δ. πώλων = τοὺς διώκοντας πώλους Εὐρ. Ὀρ. 988· ὑπ᾿ ἀετοῦ δ. φεύγων = ὑπ᾿ ἀετοῦ διωκόμενος ὁ αὐτ. Ἑλ. 20 δ. ξιφοκτόνον, δηλ. τὸ [[ξίφος]], [[αὐτόθι]] 354· τὰ πλούτου διώγματα, [[πρόθυμος]] ἐπιδίωξις τοῦ πλούτου, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. ΙΙ. τὸ καταδιωκόμενον, τὸ [[θήραμα]], Ξεν. Κυν. 3, 9. ΙΙΙ. [[μυστηριώδης]] τελετὴ κατὰ τὰ [[θεσμοφόρια]], ἀφ᾿ ἧς οἱ ἄνδρες ἀπεδιώκοντο, Ἡσύχ.
}}
}}