Anonymous

δίωγμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίωγμα''': τό, ([[διώκω]]) καταδίωξις, [[κυνήγιον]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 139, ἐν τῷ πληθ.· δ. πώλων = τοὺς διώκοντας πώλους Εὐρ. Ὀρ. 988· ὑπ᾿ ἀετοῦ δ. φεύγων = ὑπ᾿ ἀετοῦ διωκόμενος ὁ αὐτ. Ἑλ. 20 δ. ξιφοκτόνον, δηλ. τὸ [[ξίφος]], [[αὐτόθι]] 354· τὰ πλούτου διώγματα, [[πρόθυμος]] ἐπιδίωξις τοῦ πλούτου, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. ΙΙ. τὸ καταδιωκόμενον, τὸ [[θήραμα]], Ξεν. Κυν. 3, 9. ΙΙΙ. [[μυστηριώδης]] τελετὴ κατὰ τὰ [[θεσμοφόρια]], ἀφ᾿ ἧς οἱ ἄνδρες ἀπεδιώκοντο, Ἡσύχ.
|lstext='''δίωγμα''': τό, ([[διώκω]]) καταδίωξις, [[κυνήγιον]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 139, ἐν τῷ πληθ.· δ. πώλων = τοὺς διώκοντας πώλους Εὐρ. Ὀρ. 988· ὑπ᾿ ἀετοῦ δ. φεύγων = ὑπ᾿ ἀετοῦ διωκόμενος ὁ αὐτ. Ἑλ. 20 δ. ξιφοκτόνον, δηλ. τὸ [[ξίφος]], [[αὐτόθι]] 354· τὰ πλούτου διώγματα, [[πρόθυμος]] ἐπιδίωξις τοῦ πλούτου, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. ΙΙ. τὸ καταδιωκόμενον, τὸ [[θήραμα]], Ξεν. Κυν. 3, 9. ΙΙΙ. [[μυστηριώδης]] τελετὴ κατὰ τὰ [[θεσμοφόρια]], ἀφ᾿ ἧς οἱ ἄνδρες ἀπεδιώκοντο, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />poursuite ; <i>au plur.</i> πωλικοῖς διώγμασι EUR chevaux lancés à ma poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]].
}}
}}