παρηγορέω: Difference between revisions

6_22
(13_6b)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] <b class="b2">zureden</b>, ermuntern, <b class="b2">ermahnen</b>; παρηγόρουν λείοισι μύθοις, Aesch. Prom. 649; Soph. frg. 186; Eur. Hec. 788, wo es der Schol. [[παραινέω]] erkl.; Her. 9, 54; τινὰ μὴ κινδυνεύειν, 55; häufiger im med., 5, 104. 7, 13; παραγορεῖτο [[μήποτε]] σφετέρας – ταξιοῦσθαι, Pind. Ol. 9, 77; – <b class="b2">trösten</b>, τινά, Aesch. Eum. 483; auch τινί, Ap. Rh. 2, 622; παρηγοροῦντα τὴν λύπην, D. Hal. 1, 77; vgl. Plut. Popl. 16; – <b class="b2">besänftigen</b>, beschwichtigen, πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον, Eur. Phoen. 1458; στὰς δέ σφε παρηγορέεσκε λιτῇσι, Ap. Rh. 4, 1410; καὶ πραΰνειν, Plut. Pomp. 13; auch physisch heilen, Hippocr.; παρηγορῆσαι τὰς ὀδύνας, τοὺς νοσοῦντας, Ath. II, 41 b 51 c; auch θυμὸν καύματος, Opp. Cyn. 2, 429.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] <b class="b2">zureden</b>, ermuntern, <b class="b2">ermahnen</b>; παρηγόρουν λείοισι μύθοις, Aesch. Prom. 649; Soph. frg. 186; Eur. Hec. 788, wo es der Schol. [[παραινέω]] erkl.; Her. 9, 54; τινὰ μὴ κινδυνεύειν, 55; häufiger im med., 5, 104. 7, 13; παραγορεῖτο [[μήποτε]] σφετέρας – ταξιοῦσθαι, Pind. Ol. 9, 77; – <b class="b2">trösten</b>, τινά, Aesch. Eum. 483; auch τινί, Ap. Rh. 2, 622; παρηγοροῦντα τὴν λύπην, D. Hal. 1, 77; vgl. Plut. Popl. 16; – <b class="b2">besänftigen</b>, beschwichtigen, πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον, Eur. Phoen. 1458; στὰς δέ σφε παρηγορέεσκε λιτῇσι, Ap. Rh. 4, 1410; καὶ πραΰνειν, Plut. Pomp. 13; auch physisch heilen, Hippocr.; παρηγορῆσαι τὰς ὀδύνας, τοὺς νοσοῦντας, Ath. II, 41 b 51 c; auch θυμὸν καύματος, Opp. Cyn. 2, 429.
}}
{{ls
|lstext='''παρηγορέω''': Τραγικ.· παρατ. παρηγόρουν Αἰσχύλ. Πρ. 646, Ἰων. παρηγορέεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1740· μέλλ. -ήσω Πλούτ.· ἀόρ. παρηγόρησα Εὐρ. Ἑκάβ. 288, Πλάτ. Ἄξ. 364C. ― Μέσ., παρατ. Ἡρόδ. [[ἔνθα]] κατωτ.· ἀόρ. παρηγορησάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52· ― Παθ., ἐνεστ., Ἀθήν. 687D· μέλλ. (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) -ήσομαι Ἱππ. 47. 17, Ἀρεταῖ.· ἀόρ παρηγορήθην Πλουτ. Καῖσ. 28, κτλ.· ([[παρήγορος]]). Προσπαθῶ διὰ λόγων νὰ πείσω τινά, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], παρηγόρεον Ἀμομφάρετον Ἡρόδ. 9. 54· παρηγόρουν λείοισι μύθοις Αἰσχύλ. Πρ. 646, κλ.· ὀχλεῖς [[μάτην]] με κῦμ’ [[ὅπως]] παρηγορῶν [[αὐτόθι]] 1001, πρβλ. Εὐμ. 507· ἐλθὼν δ’ εἰς Ἀχαϊκὸν στρατὸν παρηγόρησον, ὡς ἀποκτείνειν [[φθόνος]] γυναῖκας, παραίνεσον, πεῖθε αὐτούς, κλ., Εὐρ. Ἑκ. 288· ― μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 186· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸν Γόργον παρηγορέεταο ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 5. 104, πρβλ. 7. 13· π. τινα μὴ κινδυνεύειν ὁ αὐτ. 9. 55 (καὶ [[οὕτως]] ὁ Bekk. ἀντὶ παρηγόρεον ἐν 9. 54), πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 117. ΙΙ. παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]], Αἰσχύλου Πέρσ. 530· π. τινα ὡς..., [[καθησυχάζω]] [λέγων] ὅτι..., Εὐρ. Φοίν. 1449· τὰ παρηγοροῦντα, παρηγορίαι, καθησυχαστικὰ μέσα, Δημ. 1400. 8. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[καθησυχάζω]], [[κατευνάζω]], τὰ κακὰ δι’ ἑτέρων κακῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52c, πρβλ. 79· τὴν λύπην, τὰ [[πάθη]] Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλούτ. 2. 156C· τὴν χωλότητα Πλουτ. Ποπλ. 16· τὸν βίον τρυφῇ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 19· ― μεταφορ., ἐπὶ φαρμάκων προλαμβανόντων τὸν ἐρεθισμόν, π. τὸν πλεύμονα Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393. ― Παθ., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1096. 6. ― Ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ ἐπικρατεῖ τὸ [[ῥῆμα]] [[παραμυθέομαι]].
}}
}}