Anonymous

παρηγορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρηγορέω''': Τραγικ.· παρατ. παρηγόρουν Αἰσχύλ. Πρ. 646, Ἰων. παρηγορέεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1740· μέλλ. -ήσω Πλούτ.· ἀόρ. παρηγόρησα Εὐρ. Ἑκάβ. 288, Πλάτ. Ἄξ. 364C. ― Μέσ., παρατ. Ἡρόδ. [[ἔνθα]] κατωτ.· ἀόρ. παρηγορησάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52· ― Παθ., ἐνεστ., Ἀθήν. 687D· μέλλ. (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) -ήσομαι Ἱππ. 47. 17, Ἀρεταῖ.· ἀόρ παρηγορήθην Πλουτ. Καῖσ. 28, κτλ.· ([[παρήγορος]]). Προσπαθῶ διὰ λόγων νὰ πείσω τινά, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], παρηγόρεον Ἀμομφάρετον Ἡρόδ. 9. 54· παρηγόρουν λείοισι μύθοις Αἰσχύλ. Πρ. 646, κλ.· ὀχλεῖς [[μάτην]] με κῦμ’ [[ὅπως]] παρηγορῶν [[αὐτόθι]] 1001, πρβλ. Εὐμ. 507· ἐλθὼν δ’ εἰς Ἀχαϊκὸν στρατὸν παρηγόρησον, ὡς ἀποκτείνειν [[φθόνος]] γυναῖκας, παραίνεσον, πεῖθε αὐτούς, κλ., Εὐρ. Ἑκ. 288· ― μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 186· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸν Γόργον παρηγορέεταο ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 5. 104, πρβλ. 7. 13· π. τινα μὴ κινδυνεύειν ὁ αὐτ. 9. 55 (καὶ [[οὕτως]] ὁ Bekk. ἀντὶ παρηγόρεον ἐν 9. 54), πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 117. ΙΙ. παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]], Αἰσχύλου Πέρσ. 530· π. τινα ὡς..., [[καθησυχάζω]] [λέγων] ὅτι..., Εὐρ. Φοίν. 1449· τὰ παρηγοροῦντα, παρηγορίαι, καθησυχαστικὰ μέσα, Δημ. 1400. 8. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[καθησυχάζω]], [[κατευνάζω]], τὰ κακὰ δι’ ἑτέρων κακῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52c, πρβλ. 79· τὴν λύπην, τὰ [[πάθη]] Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλούτ. 2. 156C· τὴν χωλότητα Πλουτ. Ποπλ. 16· τὸν βίον τρυφῇ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 19· ― μεταφορ., ἐπὶ φαρμάκων προλαμβανόντων τὸν ἐρεθισμόν, π. τὸν πλεύμονα Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393. ― Παθ., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1096. 6. ― Ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ ἐπικρατεῖ τὸ [[ῥῆμα]] [[παραμυθέομαι]].
|lstext='''παρηγορέω''': Τραγικ.· παρατ. παρηγόρουν Αἰσχύλ. Πρ. 646, Ἰων. παρηγορέεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1740· μέλλ. -ήσω Πλούτ.· ἀόρ. παρηγόρησα Εὐρ. Ἑκάβ. 288, Πλάτ. Ἄξ. 364C. ― Μέσ., παρατ. Ἡρόδ. [[ἔνθα]] κατωτ.· ἀόρ. παρηγορησάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52· ― Παθ., ἐνεστ., Ἀθήν. 687D· μέλλ. (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) -ήσομαι Ἱππ. 47. 17, Ἀρεταῖ.· ἀόρ παρηγορήθην Πλουτ. Καῖσ. 28, κτλ.· ([[παρήγορος]]). Προσπαθῶ διὰ λόγων νὰ πείσω τινά, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], παρηγόρεον Ἀμομφάρετον Ἡρόδ. 9. 54· παρηγόρουν λείοισι μύθοις Αἰσχύλ. Πρ. 646, κλ.· ὀχλεῖς [[μάτην]] με κῦμ’ [[ὅπως]] παρηγορῶν [[αὐτόθι]] 1001, πρβλ. Εὐμ. 507· ἐλθὼν δ’ εἰς Ἀχαϊκὸν στρατὸν παρηγόρησον, ὡς ἀποκτείνειν [[φθόνος]] γυναῖκας, παραίνεσον, πεῖθε αὐτούς, κλ., Εὐρ. Ἑκ. 288· ― μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 186· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸν Γόργον παρηγορέεταο ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 5. 104, πρβλ. 7. 13· π. τινα μὴ κινδυνεύειν ὁ αὐτ. 9. 55 (καὶ [[οὕτως]] ὁ Bekk. ἀντὶ παρηγόρεον ἐν 9. 54), πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 117. ΙΙ. παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]], Αἰσχύλου Πέρσ. 530· π. τινα ὡς..., [[καθησυχάζω]] [λέγων] ὅτι..., Εὐρ. Φοίν. 1449· τὰ παρηγοροῦντα, παρηγορίαι, καθησυχαστικὰ μέσα, Δημ. 1400. 8. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[καθησυχάζω]], [[κατευνάζω]], τὰ κακὰ δι’ ἑτέρων κακῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52c, πρβλ. 79· τὴν λύπην, τὰ [[πάθη]] Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλούτ. 2. 156C· τὴν χωλότητα Πλουτ. Ποπλ. 16· τὸν βίον τρυφῇ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 19· ― μεταφορ., ἐπὶ φαρμάκων προλαμβανόντων τὸν ἐρεθισμόν, π. τὸν πλεύμονα Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393. ― Παθ., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1096. 6. ― Ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ ἐπικρατεῖ τὸ [[ῥῆμα]] [[παραμυθέομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> παρηγορήσω, <i>ao.</i> παρηγόρησα, <i>pf. inus.</i><br />adresser la parole à, <i>d’où</i><br /><b>1</b> encourager, exhorter : τινα, qqn ; τινα [[μή]] avec l’inf. HDT qqn à ne pas, <i>etc.</i><br /><b>2</b> consoler : τινα, qqn;<br /><b>3</b> calmer, apaiser, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρηγορέομαι-οῦμαι encourager, exhorter.<br />'''Étymologie:''' [[παρήγορος]].
}}
}}