3,271,356
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀβρῐμοεργός''': -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα [[ἄδικος]], ἰδίως [[ἐναντίον]] τῶν θεῶν, [[ἀνόσιος]], [[σχέτλιος]], ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996. | |lstext='''ὀβρῐμοεργός''': -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα [[ἄδικος]], ἰδίως [[ἐναντίον]] τῶν θεῶν, [[ἀνόσιος]], [[σχέτλιος]], ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui agit avec force <i>ou</i> violence, <i>particul.</i> hardi, audacieux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ὄβριμος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |