Anonymous

ὀβριμοεργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀβρῐμοεργός''': -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα [[ἄδικος]], ἰδίως [[ἐναντίον]] τῶν θεῶν, [[ἀνόσιος]], [[σχέτλιος]], ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.
|lstext='''ὀβρῐμοεργός''': -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα [[ἄδικος]], ἰδίως [[ἐναντίον]] τῶν θεῶν, [[ἀνόσιος]], [[σχέτλιος]], ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui agit avec force <i>ou</i> violence, <i>particul.</i> hardi, audacieux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ὄβριμος]], [[ἔργον]].
}}
}}