3,270,157
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτεροφόρος''': -ον, ὁ ἔχων πτερά, [[πτερωτός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1147, Εὐρ. Ὀρ. 317· πτ. φῦλα, αἱ φυλαὶ τῶν πτερωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1757· ― μεταφ., πτ. Διὸς [[βέλος]], ὁ πτερωτὸς κεραυνὸς τοῦ Δ., [[αὐτόθι]] 1714. ΙΙ. κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμ. αὐτοκρατόρων, [[ταχυδρόμος]], Λατ. speculator, Πλουτ. Ὄθων 4. | |lstext='''πτεροφόρος''': -ον, ὁ ἔχων πτερά, [[πτερωτός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1147, Εὐρ. Ὀρ. 317· πτ. φῦλα, αἱ φυλαὶ τῶν πτερωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1757· ― μεταφ., πτ. Διὸς [[βέλος]], ὁ πτερωτὸς κεραυνὸς τοῦ Δ., [[αὐτόθι]] 1714. ΙΙ. κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμ. αὐτοκρατόρων, [[ταχυδρόμος]], Λατ. speculator, Πλουτ. Ὄθων 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui porte des ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερόν]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |