βύσσινος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βύσσινος''': -η, -ον, κατεσκευασμένος ἐκ βύσσου, σινδὼν β., λεπτὴ λευκὴ σινδὼν ἐν χρήσει πρὸς περιτύλιξιν τῶν τεταριχευμένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· διὰ [[πληγάς]], ὁ αὐτ. 7. 181· πέπλοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 125· φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· ὀθόνια β., πληρωνόμενα ὡς [[φόρος]] ἐν Αἰγύπτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 18.
|lstext='''βύσσινος''': -η, -ον, κατεσκευασμένος ἐκ βύσσου, σινδὼν β., λεπτὴ λευκὴ σινδὼν ἐν χρήσει πρὸς περιτύλιξιν τῶν τεταριχευμένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· διὰ [[πληγάς]], ὁ αὐτ. 7. 181· πέπλοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 125· φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· ὀθόνια β., πληρωνόμενα ὡς [[φόρος]] ἐν Αἰγύπτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 18.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait du lin le plus fin.<br />'''Étymologie:''' [[βύσσος]].
}}
}}