3,274,919
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βύσσινος''': -η, -ον, κατεσκευασμένος ἐκ βύσσου, σινδὼν β., λεπτὴ λευκὴ σινδὼν ἐν χρήσει πρὸς περιτύλιξιν τῶν τεταριχευμένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· διὰ [[πληγάς]], ὁ αὐτ. 7. 181· πέπλοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 125· φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· ὀθόνια β., πληρωνόμενα ὡς [[φόρος]] ἐν Αἰγύπτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 18. | |lstext='''βύσσινος''': -η, -ον, κατεσκευασμένος ἐκ βύσσου, σινδὼν β., λεπτὴ λευκὴ σινδὼν ἐν χρήσει πρὸς περιτύλιξιν τῶν τεταριχευμένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· διὰ [[πληγάς]], ὁ αὐτ. 7. 181· πέπλοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 125· φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· ὀθόνια β., πληρωνόμενα ὡς [[φόρος]] ἐν Αἰγύπτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />fait du lin le plus fin.<br />'''Étymologie:''' [[βύσσος]]. | |||
}} | }} |