ζευγάριον: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζευγάριον''': ᾰ, τὸ, ὑποκορ. τοῦ [[ζεῦγος]], μικρὸν [[ζεῦγος]], ἰδίως ἐπὶ βοῶν (ἀροτήρων), Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· ζ. βοεικὸν ὁ αὐτὸς Ἀποσπ. 163· βοοῖν [[αὐτόθι]] 344.
|lstext='''ζευγάριον''': ᾰ, τὸ, ὑποκορ. τοῦ [[ζεῦγος]], μικρὸν [[ζεῦγος]], ἰδίως ἐπὶ βοῶν (ἀροτήρων), Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· ζ. βοεικὸν ὁ αὐτὸς Ἀποσπ. 163· βοοῖν [[αὐτόθι]] 344.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mauvais petit attelage, mauvaise paire de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[ζεῦγος]].
}}
}}