χαλκευτός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκευτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ ἐκ μετάλλου κατειργασμένος· μεταφορ., [[στίχος]] Πιερίδων χ. ἐπ’ ἄκμοσιν Ἀνθ. Παλ. 7. 409.
|lstext='''χαλκευτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ ἐκ μετάλλου κατειργασμένος· μεταφορ., [[στίχος]] Πιερίδων χ. ἐπ’ ἄκμοσιν Ἀνθ. Παλ. 7. 409.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />travaillé en airain <i>ou</i> en métal ; fait solidement.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύω]].
}}
}}