χαλκευτός

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκευτός Medium diacritics: χαλκευτός Low diacritics: χαλκευτός Capitals: ΧΑΛΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: chalkeutós Transliteration B: chalkeutos Transliteration C: chalkeftos Beta Code: xalkeuto/s

English (LSJ)

χαλκευτή, χαλκευτόν, wrought of metal: metaph., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ' ἄκμοσιν AP7.409 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1330] adj. verb. von χαλκεύω, aus Erz od. Metall gearbeitet, geschmiedet, übh. verfertigt, gemacht, στίχος χαλκευτὸς Πιερίδων ἐπ' ἄκμοσιν Antp. Th. 24 (VII, 409).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
travaillé en airain ou en métal ; fait solidement.
Étymologie: χαλκεύω.

Russian (Dvoretsky)

χαλκευτός: [adj. verb. к χαλκεύω выкованный: στίχος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ᾽ ἄκμοσιν Anth. стих, выкованный на наковальнях Пиерид.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ ἐκ μετάλλου κατειργασμένος· μεταφορ., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ’ ἄκμοσιν Ἀνθ. Παλ. 7. 409.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χαλκεύω
1. κατασκευασμένος από χαλκό ή από άλλο μέταλλο
2. (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («στίλος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

χαλκευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από μέταλλο, κατεργασμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαλκευτός, ή, όν verb. adj.]
wrought of metal, wrought, Anth. [from χαλκεύω