3,274,159
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσμηχᾰνάομαι''': Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[ἐξευρίσκω]] δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37. | |lstext='''προσμηχᾰνάομαι''': Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[ἐξευρίσκω]] δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>au sens Pass.</i><br />être fixé <i>ou</i> attaché à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μηχανάω]]. | |||
}} | }} |