νυκτερέτης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτερέτης''': -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.
|lstext='''νυκτερέτης''': -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pêcheur de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[ἐρέτης]].
}}
}}