παραλείπω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραλείπω''': μέλλ. -ψω· πρκμ. -λέλοιπα Ἰσοκρ. 76D. ― Παθ., πρκμ. -λέλειπται ὁ αὐτ. Ὡς καὶ νῦν, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], ἀφίνω [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 4· ― τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται (ὡς τὸ ὑπολ-), Δημ. 553. 4. ΙΙ. ἀφίνω εἰς ἕτερον, λόγον τινὶ π., ἀφίνω εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ, Αἰσχίν. 63 ἐν τέλ.· [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, π. τινι ποιεῖν τι Πλουτ. Ἄρατ. 28. ΙΙΙ. [[παραλείπω]], δὲν [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψει, [[παρέρχομαι]], Λατ. praetermitto, omitto, ἐν προσκλήσει, ἐν διαθήκῃ, κτλ., τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1154, Λυσίας 188. 41, κτλ.· ὡς οἱ κύνες τὸν λαγωόν, Ξεν. Κυν. 3, 6, κτλ. 2) παραμελῶ, Εὐρ. Τρῳ 43, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1194, Ὄρν. 456· ἐπὶ διαταγῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16· μηδένα καιρὸν μηδ’ ὥραν παραλείπων ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων περιγίνεται Δημ. 24, 25, κτλ.· ― Παθητ., τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, ἐλλείψεις, Πλάτ. Πολ. 401Ε, πρβλ. Νόμ. 772C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 8· εἴ τις παραλείπεται [[[πρόσοδος]]], ἂν τὸ εἰσόδημα δὲν [[εἶναι]] ἀρκετόν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 4, 8· ― τὰ παραλειπόμενα (ἐξυπακ. βιβλία) = τὰ βιβλία τῶν Χρονικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἴδε Schleusner Lex. 3) [[παρέρχομαι]], δὲν [[λέγω]] τι, παρασιωπῶ, Εὐρ. Ἑλ. 773, Ἀνδοκ. 2. 16, Θουκ. 2. 51, Πλάτ. Συμπ. 188Ε, κ. ἀλλ.· μυρία [[τοίνυν]] ἕτερ’ εἰπεῖν ἔχων… [[παραλείπω]] Δημ. 273. 15· π. [[περί]] τινος Διόδ. 5. 26· [[πλείω]] τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 219Β, πρβλ. 130Β. 4) ἀπολ., [[κάμνω]] παράλειψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 5. 5) παύομαι πράττων τι, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ἀθήν. 234Α.
|lstext='''παραλείπω''': μέλλ. -ψω· πρκμ. -λέλοιπα Ἰσοκρ. 76D. ― Παθ., πρκμ. -λέλειπται ὁ αὐτ. Ὡς καὶ νῦν, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], ἀφίνω [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 4· ― τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται (ὡς τὸ ὑπολ-), Δημ. 553. 4. ΙΙ. ἀφίνω εἰς ἕτερον, λόγον τινὶ π., ἀφίνω εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ, Αἰσχίν. 63 ἐν τέλ.· [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, π. τινι ποιεῖν τι Πλουτ. Ἄρατ. 28. ΙΙΙ. [[παραλείπω]], δὲν [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψει, [[παρέρχομαι]], Λατ. praetermitto, omitto, ἐν προσκλήσει, ἐν διαθήκῃ, κτλ., τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1154, Λυσίας 188. 41, κτλ.· ὡς οἱ κύνες τὸν λαγωόν, Ξεν. Κυν. 3, 6, κτλ. 2) παραμελῶ, Εὐρ. Τρῳ 43, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1194, Ὄρν. 456· ἐπὶ διαταγῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16· μηδένα καιρὸν μηδ’ ὥραν παραλείπων ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων περιγίνεται Δημ. 24, 25, κτλ.· ― Παθητ., τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, ἐλλείψεις, Πλάτ. Πολ. 401Ε, πρβλ. Νόμ. 772C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 8· εἴ τις παραλείπεται [[[πρόσοδος]]], ἂν τὸ εἰσόδημα δὲν [[εἶναι]] ἀρκετόν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 4, 8· ― τὰ παραλειπόμενα (ἐξυπακ. βιβλία) = τὰ βιβλία τῶν Χρονικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἴδε Schleusner Lex. 3) [[παρέρχομαι]], δὲν [[λέγω]] τι, παρασιωπῶ, Εὐρ. Ἑλ. 773, Ἀνδοκ. 2. 16, Θουκ. 2. 51, Πλάτ. Συμπ. 188Ε, κ. ἀλλ.· μυρία [[τοίνυν]] ἕτερ’ εἰπεῖν ἔχων… [[παραλείπω]] Δημ. 273. 15· π. [[περί]] τινος Διόδ. 5. 26· [[πλείω]] τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 219Β, πρβλ. 130Β. 4) ἀπολ., [[κάμνω]] παράλειψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 5. 5) παύομαι πράττων τι, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ἀθήν. 234Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> παραλέλοιπα, <i>pf. Pass.</i> παραλέλειμμαι;<br />laisser de côté :<br /><b>1</b> négliger;<br /><b>2</b> se dispenser de, acc.;<br /><b>3</b> omettre dans un récit, dans un discours, acc.;<br /><b>4</b> abandonner, concéder : λόγον τινί ESCHN à qqn le temps de parler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λείπω]].
}}
}}