Anonymous

παραλείπω: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> παραλέλοιπα, <i>pf. Pass.</i> παραλέλειμμαι;<br />laisser de côté :<br /><b>1</b> négliger;<br /><b>2</b> se dispenser de, acc.;<br /><b>3</b> omettre dans un récit, dans un discours, acc.;<br /><b>4</b> abandonner, concéder : λόγον τινί ESCHN à qqn le temps de parler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λείπω]].
|btext=<i>pf.</i> παραλέλοιπα, <i>pf. Pass.</i> παραλέλειμμαι;<br />laisser de côté :<br /><b>1</b> négliger;<br /><b>2</b> se dispenser de, acc.;<br /><b>3</b> omettre dans un récit, dans un discours, acc.;<br /><b>4</b> abandonner, concéder : λόγον τινί ESCHN à qqn le temps de parler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λείπω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μέρος]] σκόπιμα ή από [[λάθος]]<br /><b>2.</b> δεν [[αναφέρω]] [[κάτι]] σκόπιμα ή [[επειδή]] το λησμόνησα, [[παρασιωπώ]] [[κάτι]], [[παρατρέχω]] (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την [[κατάσταση]]» β. «ἕν δ' εἰπὲ [[πάντα]] παραλιπών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αμελώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] ανεκτέλεστο, [[παραμελώ]] («παρέλειψα να διαβάσω την [[επιστολή]] που μού έστειλε»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Παραλειπομένων Βίβλος»<br /><b>εκκλ.</b> [[τίτλος]] ιστορικού βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης το οποίο διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τους Εβδομήκοντα και περιλαμβάνει όσα παραλείφθηκαν από προγενέστερα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και ιδιαίτερα από τα βιβλία Α'-Δ' Βασιλειών<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα παραλειπόμενα</i><br />όσα παραλείπει [[κανείς]] ως περιττά ή ευκόλως εννοούμενα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» — παραλείπεται, παρασιωπάται ό,τι υπάρχει η [[δυνατότητα]] να εννοηθεί εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον τον χρόνο να κάνει [[κάτι]] («οὐδενὶ τῶν ἄλλων παραλιπὼν λόγον», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> δεν [[λαμβάνω]] υπ' όψιν μου σε [[διαθήκη]]<br /><b>3.</b> [[παύω]], [[σταματώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ.) <i>τὰ παραλελειμμένα</i><br />όσα έχουν παρασιωπηθεί.
}}
}}