3,277,301
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθαρμόζω''': [[προσαρμόζω]], [[προσάπτω]], βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. [[πρόσθιος]]. | |lstext='''καθαρμόζω''': [[προσαρμόζω]], [[προσάπτω]], βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. [[πρόσθιος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> καθήρμοσα;<br />arranger, adapter, ajuster : βρόχον δέρᾳ EUR un lacet à son cou (pour se pendre).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἁρμόζω]]. | |||
}} | }} |