καθαρμόζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθαρμόζω''': [[προσαρμόζω]], [[προσάπτω]], βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. [[πρόσθιος]].
|lstext='''καθαρμόζω''': [[προσαρμόζω]], [[προσάπτω]], βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. [[πρόσθιος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> καθήρμοσα;<br />arranger, adapter, ajuster : βρόχον δέρᾳ EUR un lacet à son cou (pour se pendre).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἁρμόζω]].
}}
}}