θηριόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἄγριον [[θηρίον]], Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον [[θηρίον]], πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) [[γίνομαι]] [[θηριώδης]], [[ἄγριος]], θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι [[πλήρης]] σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον [[ἕλκος]] = [[θηρίωμα]], Διοσκ. 3. 11.
|lstext='''θηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἄγριον [[θηρίον]], Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον [[θηρίον]], πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) [[γίνομαι]] [[θηριώδης]], [[ἄγριος]], θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι [[πλήρης]] σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον [[ἕλκος]] = [[θηρίωμα]], Διοσκ. 3. 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> changer en bête sauvage;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> devenir une bête sauvage;<br /><b>2</b> devenir brutal, irascible;<br /><b>3</b> être infesté de vers;<br /><b>4</b> <i>en parl. d’un ulcère</i> devenir malin, s’ulcérer.<br />'''Étymologie:''' [[θηρίον]].
}}
}}