3,270,341
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἄγριον [[θηρίον]], Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον [[θηρίον]], πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) [[γίνομαι]] [[θηριώδης]], [[ἄγριος]], θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι [[πλήρης]] σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον [[ἕλκος]] = [[θηρίωμα]], Διοσκ. 3. 11. | |lstext='''θηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἄγριον [[θηρίον]], Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον [[θηρίον]], πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) [[γίνομαι]] [[θηριώδης]], [[ἄγριος]], θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι [[πλήρης]] σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον [[ἕλκος]] = [[θηρίωμα]], Διοσκ. 3. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> changer en bête sauvage;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> devenir une bête sauvage;<br /><b>2</b> devenir brutal, irascible;<br /><b>3</b> être infesté de vers;<br /><b>4</b> <i>en parl. d’un ulcère</i> devenir malin, s’ulcérer.<br />'''Étymologie:''' [[θηρίον]]. | |||
}} | }} |