3,277,002
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθῐγής''': -ές, (θιγεῖν), [[ἄθικτος]], [[ἄψαυστος]], Θεόπομπ. Ἱστορικὸς 79· ἐπὶ παρθένου, Ἀνθ. Π. παραρτ. 248. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ ἢ ἐγγίςῃ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 281. | |lstext='''ἀθῐγής''': -ές, (θιγεῖν), [[ἄθικτος]], [[ἄψαυστος]], Θεόπομπ. Ἱστορικὸς 79· ἐπὶ παρθένου, Ἀνθ. Π. παραρτ. 248. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ ἢ ἐγγίςῃ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 281. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non touché, vierge;<br /><b>2</b> que l’on ne peut toucher.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θιγεῖν]]. | |||
}} | }} |