Anonymous

ἀθιγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθῐγής''': -ές, (θιγεῖν), [[ἄθικτος]], [[ἄψαυστος]], Θεόπομπ. Ἱστορικὸς 79· ἐπὶ παρθένου, Ἀνθ. Π. παραρτ. 248. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ ἢ ἐγγίςῃ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 281.
|lstext='''ἀθῐγής''': -ές, (θιγεῖν), [[ἄθικτος]], [[ἄψαυστος]], Θεόπομπ. Ἱστορικὸς 79· ἐπὶ παρθένου, Ἀνθ. Π. παραρτ. 248. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ ἢ ἐγγίςῃ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 281.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non touché, vierge;<br /><b>2</b> que l’on ne peut toucher.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θιγεῖν]].
}}
}}