κατάγω: Difference between revisions

1,514 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάγω''': μέλλ. -ξω, Ἐπικ. ἀπαρ. -αξέμεν (ἐν σημασ. ἀορ.) ἰλ. Ζ. 53: ἀόρ. κατήγᾰγον: πρκμ. καταγήοχα Ψήφισμα παρὰ Δημ. 249. 18. Ἄγω τι πρὸς τὰ [[κάτω]], Λατ. deducere, ἰδίως ἄγω εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον ([[κατέρχομαι]], [[κάτειμι]], ἐγὼ [[κατέρχομαι]]), ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδ. Ω. 100· εἰς Ἀΐδαο Λ. 164· πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 51, Παυσ. 3. 6, 2: ― [[καθόλου]], [[φέρω]] εἲς τινα τόπον, Ὀδ. Υ. 163· ἐκ τῶν ὀρῶν εἰς τὸ ἄστυ Πλάτ. Κριτίας 118D, κτλ.· ― [[κάμνω]] νὰ καταβῇ [[κάτω]] διὰ μαγείας, ὡς τὸ Λατ. deducere, elicere, κατάγειν τὸν Δία Πλουτ. Νουμ. 15· ἀετὸν [[αὐτόθι]] 8. 2) ἄγω πρὸς τὰ [[κάτω]], πρὸς τὴν θάλασσαν, ἵππους δ᾿ ἐξελάσας… δῶκεν ἑταίροισιν κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας Ἰλ. Ε. 26, πρβλ. Ζ. 53, Φ. 32· ἐπὶ θάλατταν τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Ἀγησ. 1, 18. 3) ἄγω ἐκ τοῦ πελάγους εἰς τὴν ξηράν, τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. τ. 186· κατάγειν ναῦν, ἄγειν [[πλοῖον]] εἰς λιμένα, Λατ. subducere navem in portum, Ἡρόδ. 8. 4· ([[ὡσαύτως]], κ. [[σκάφος]] εἰς τὴν θάλασσαν Ἀθήν. 207Α· ἰδίως πρὸς φορολογίαν ἢ λῃστείαν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 33, Ἀν. 5. 1, 11, Δημ. 63. 19., 217. 10., 249. 18., 480. 16· κ. [[ναῦς]] ἐς τοὺς ἑαυτῶν συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· [[ὡσαύτως]], κ. τοὺς ἐμπόρους Πολύβ. 5. 95, 4, Διόδ. 20. 81· [[κατάγω]] σαγήνην, [[σύρω]] τὸ [[δίκτυον]] εἰς τὴν ξηράν, Πλουτ. Σόλων 4· κλύδωνα κ. πολύν, δηλ. ἐκ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 36· ὥρα [[πνεῦμα]] λαμπρὸν ἐκ πελάγους κατάγουσα ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 14. - Παθ., [[κατέρχομαι]], [[φθάνω]] εἰς τὴν ξηράν, ἀντίθ. τῷ ἀνάγεσθαι, ἐπὶ ναυτῶν ὡς καὶ ἐπὶ πλοίων, οἱ δ’ ἰθὺς κατάγοντο Ὀδ. Γ. 10, πρβλ. 178· ἐπ’ ἀκτῆς νηῒ κατηγαγόμεσθα Κ. 140, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 43· οὕτω βραδύτερον, Σίγειον οὐρίῳ πλάτῃ κατηγόμην Σοφ. Φιλ. 356· κατάγεσθαι ἐς τὸν Μαραθῶνα Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. 8. 4· εἰς τὸν λιμένα Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· ἐξ Ἐρετρίης ἐς Μαραθῶνα Πλάτ. Μενέξ. 240C. β) κατάγεσθαι [[παρά]] τινι, καταλύειν εἰς τὴν οἰκίαν τινός, Λατ. deversari apud aliquem, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 62· ὥς τινα Δημ. 1242. 14· [[ὡσαύτως]], εἰς οἰκίαν τινὸς ὁ αὐτ. 1190. 25· εἰς [[πανδοκεῖον]] Πλούτ. 2. 773Ε· - πρβλ. [[κατάκτης]]. 4) [[ἐξέλκω]], [[νήθω]], [[κλώθω]], Λατ, deducere filum, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 7, Πλάτ. Σοφιστ. 226Β· μεταφ., κ. λόγον ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Ε· πρβλ. [[κάταγμα]] (Α), [[κατάκτρια]]. 5) ἄγω εἴς τινα κατάστασιν, ἐς κίνδυνον φανερὸν κ. τὴν πόλιν Θουκ. 4. 68· ὁ [[οἶνος]] εἰς [[ὕπνον]] κ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 6. 6) κ. θρίαμβον, Λατ. deducere triumphum, Πολύβ. 11. 33, 7· ἔκ τινος, ἀπό τινος Πλούτ. ἐν Φαβ. 24, κτλ· [[συνοδεύω]], ὡς τὸ [[πομπεύω]], ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, κτλ. 7) κ. γένος, ὑπολογίζειν τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἀπό τινος ὁ αὐτ. 2. 843Ε. - Παθ., τὰ στέμματα κατάγεται εἴς τινα, ὑπολογίζονται, φθάνουσι [[μέχρι]]…, ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 1. 8) [[κατάγω]] βοάν, [[καταβιβάζω]] τὴν φωνήν, Εὐρ. Ὀρ. 150 (ἀντίθετον τῷ κτύπον ἄγω, 176): - μεταφ., [[καταβιβάζω]], [[ὑποβιβάζω]], χαμηλώνω, πρὸς αὑτόν, πρὸς τὸν [[ἑαυτοῦ]] ὅρον, Δίων Χρυσ. 2. 164. ΙΙ. [[ἐπαναφέρω]], Λατ. reducere, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, ἔφερεν ἐπανερχόμενος πολλὰς εἰδήσεις ἐκ τῆς Τροίας, Ὀδ. Δ. 258· ἰδίως [[ἐπανάγω]] εἰς τὴν πατρίδα ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 1. 60, κτλ.· κ. [[οἴκαδε]] Ξεν. Ἀν. 1. 2, 2· [[καθόλου]], ἀποκαθιστῶ, τυραννίδας ἐς τὰς [[πόλις]] Ἡρόδ. 5. 92, 1· εἰρήνην… εἰς τὰς πατρίδας Πολύβ. 5. 105, 2. - Παθ., [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], ἐξ ‘Ἐρέτριας εἰς Μαραθῶνα Πλάτ. Μενέξ. 240C· ἐπὶ τὸ [[στρατόπεδον]] Ξεν. Ἀν. 3. 4, 36. ΙΙΙ. [[ἕλκω]], «τεντώνω» καταπέλτην, μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀρχ. Μαθημ.
|lstext='''κατάγω''': μέλλ. -ξω, Ἐπικ. ἀπαρ. -αξέμεν (ἐν σημασ. ἀορ.) ἰλ. Ζ. 53: ἀόρ. κατήγᾰγον: πρκμ. καταγήοχα Ψήφισμα παρὰ Δημ. 249. 18. Ἄγω τι πρὸς τὰ [[κάτω]], Λατ. deducere, ἰδίως ἄγω εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον ([[κατέρχομαι]], [[κάτειμι]], ἐγὼ [[κατέρχομαι]]), ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδ. Ω. 100· εἰς Ἀΐδαο Λ. 164· πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 51, Παυσ. 3. 6, 2: ― [[καθόλου]], [[φέρω]] εἲς τινα τόπον, Ὀδ. Υ. 163· ἐκ τῶν ὀρῶν εἰς τὸ ἄστυ Πλάτ. Κριτίας 118D, κτλ.· ― [[κάμνω]] νὰ καταβῇ [[κάτω]] διὰ μαγείας, ὡς τὸ Λατ. deducere, elicere, κατάγειν τὸν Δία Πλουτ. Νουμ. 15· ἀετὸν [[αὐτόθι]] 8. 2) ἄγω πρὸς τὰ [[κάτω]], πρὸς τὴν θάλασσαν, ἵππους δ᾿ ἐξελάσας… δῶκεν ἑταίροισιν κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας Ἰλ. Ε. 26, πρβλ. Ζ. 53, Φ. 32· ἐπὶ θάλατταν τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Ἀγησ. 1, 18. 3) ἄγω ἐκ τοῦ πελάγους εἰς τὴν ξηράν, τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. τ. 186· κατάγειν ναῦν, ἄγειν [[πλοῖον]] εἰς λιμένα, Λατ. subducere navem in portum, Ἡρόδ. 8. 4· ([[ὡσαύτως]], κ. [[σκάφος]] εἰς τὴν θάλασσαν Ἀθήν. 207Α· ἰδίως πρὸς φορολογίαν ἢ λῃστείαν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 33, Ἀν. 5. 1, 11, Δημ. 63. 19., 217. 10., 249. 18., 480. 16· κ. [[ναῦς]] ἐς τοὺς ἑαυτῶν συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· [[ὡσαύτως]], κ. τοὺς ἐμπόρους Πολύβ. 5. 95, 4, Διόδ. 20. 81· [[κατάγω]] σαγήνην, [[σύρω]] τὸ [[δίκτυον]] εἰς τὴν ξηράν, Πλουτ. Σόλων 4· κλύδωνα κ. πολύν, δηλ. ἐκ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 36· ὥρα [[πνεῦμα]] λαμπρὸν ἐκ πελάγους κατάγουσα ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 14. - Παθ., [[κατέρχομαι]], [[φθάνω]] εἰς τὴν ξηράν, ἀντίθ. τῷ ἀνάγεσθαι, ἐπὶ ναυτῶν ὡς καὶ ἐπὶ πλοίων, οἱ δ’ ἰθὺς κατάγοντο Ὀδ. Γ. 10, πρβλ. 178· ἐπ’ ἀκτῆς νηῒ κατηγαγόμεσθα Κ. 140, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 43· οὕτω βραδύτερον, Σίγειον οὐρίῳ πλάτῃ κατηγόμην Σοφ. Φιλ. 356· κατάγεσθαι ἐς τὸν Μαραθῶνα Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. 8. 4· εἰς τὸν λιμένα Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· ἐξ Ἐρετρίης ἐς Μαραθῶνα Πλάτ. Μενέξ. 240C. β) κατάγεσθαι [[παρά]] τινι, καταλύειν εἰς τὴν οἰκίαν τινός, Λατ. deversari apud aliquem, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 62· ὥς τινα Δημ. 1242. 14· [[ὡσαύτως]], εἰς οἰκίαν τινὸς ὁ αὐτ. 1190. 25· εἰς [[πανδοκεῖον]] Πλούτ. 2. 773Ε· - πρβλ. [[κατάκτης]]. 4) [[ἐξέλκω]], [[νήθω]], [[κλώθω]], Λατ, deducere filum, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 7, Πλάτ. Σοφιστ. 226Β· μεταφ., κ. λόγον ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Ε· πρβλ. [[κάταγμα]] (Α), [[κατάκτρια]]. 5) ἄγω εἴς τινα κατάστασιν, ἐς κίνδυνον φανερὸν κ. τὴν πόλιν Θουκ. 4. 68· ὁ [[οἶνος]] εἰς [[ὕπνον]] κ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 6. 6) κ. θρίαμβον, Λατ. deducere triumphum, Πολύβ. 11. 33, 7· ἔκ τινος, ἀπό τινος Πλούτ. ἐν Φαβ. 24, κτλ· [[συνοδεύω]], ὡς τὸ [[πομπεύω]], ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, κτλ. 7) κ. γένος, ὑπολογίζειν τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἀπό τινος ὁ αὐτ. 2. 843Ε. - Παθ., τὰ στέμματα κατάγεται εἴς τινα, ὑπολογίζονται, φθάνουσι [[μέχρι]]…, ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 1. 8) [[κατάγω]] βοάν, [[καταβιβάζω]] τὴν φωνήν, Εὐρ. Ὀρ. 150 (ἀντίθετον τῷ κτύπον ἄγω, 176): - μεταφ., [[καταβιβάζω]], [[ὑποβιβάζω]], χαμηλώνω, πρὸς αὑτόν, πρὸς τὸν [[ἑαυτοῦ]] ὅρον, Δίων Χρυσ. 2. 164. ΙΙ. [[ἐπαναφέρω]], Λατ. reducere, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, ἔφερεν ἐπανερχόμενος πολλὰς εἰδήσεις ἐκ τῆς Τροίας, Ὀδ. Δ. 258· ἰδίως [[ἐπανάγω]] εἰς τὴν πατρίδα ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 1. 60, κτλ.· κ. [[οἴκαδε]] Ξεν. Ἀν. 1. 2, 2· [[καθόλου]], ἀποκαθιστῶ, τυραννίδας ἐς τὰς [[πόλις]] Ἡρόδ. 5. 92, 1· εἰρήνην… εἰς τὰς πατρίδας Πολύβ. 5. 105, 2. - Παθ., [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], ἐξ ‘Ἐρέτριας εἰς Μαραθῶνα Πλάτ. Μενέξ. 240C· ἐπὶ τὸ [[στρατόπεδον]] Ξεν. Ἀν. 3. 4, 36. ΙΙΙ. [[ἕλκω]], «τεντώνω» καταπέλτην, μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀρχ. Μαθημ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κατάξω]], <i>ao.</i> κατῆξα, <i>ao.2</i> κατήγαγον, <i>pf.</i> καταγήοχα;<br /><b>1</b> amener d’en haut, faire descendre : ἵππους ἐπὶ [[νῆας]] IL conduire des chevaux vers les vaisseaux ; ψυχὰς [[εἰς]] Ἀΐδαο OD faire descendre les âmes chez Hadès ; τὸν [[Δία]] PLUT faire descendre Zeus (du ciel par des enchantements) ; <i>fig.</i> [[γένος]] [[ἀπό]] τινος PLUT faire descendre sa race de qqn;<br /><b>2</b> <i>t. de mar.</i> amener de la haute mer : ναῦν HDT, τινα OD conduire au port <i>ou</i> faire aborder un navire, des passagers;<br /><b>3</b> ramener : [[οἴκαδε]] XÉN dans sa patrie ; τυραννίδας [[ἐς]] [[τὰς]] [[πόλις]] HDT restaurer des royautés dans les cités;<br /><b>4</b> rapporter : χρυσὸν [[ἐκ]] πολέμου PLUT de l’or d’une guerre ; θρίαμβον PLUT remporter un triomphe (<i>lat.</i> victoriam reportare);<br /><i><b>Moy.</b></i> κατάγομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> descendre à terre ; débarquer, aborder;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> mettre pied à terre pour séjourner : [[παρά]] τινι, [[ὥς]] τινα descendre chez qqn;<br /><b>3</b> retourner : [[εἰς]] τὸ [[στρατόπεδον]] XÉN au camp;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire reculer (son origine) jusqu’à, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄγω]].
}}
}}