βιβλιακός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιβλιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, [[ἔμπειρος]], Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.
|lstext='''βιβλιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, [[ἔμπειρος]], Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />versé dans la connaissance des livres, savant.<br />'''Étymologie:''' [[βιβλίον]].
}}
}}