συνερκτικός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνερκτικός''': -ή, -όν, ([[συνέργω]]) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. [[συνακτικός]], [[συνεκτικός]]· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς ([[συνείρω]] ΙΙ).
|lstext='''συνερκτικός''': -ή, -όν, ([[συνέργω]]) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. [[συνακτικός]], [[συνεκτικός]]· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς ([[συνείρω]] ΙΙ).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; <i>sel.d’autres</i> dont les raisonnements sont pressants.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]].
}}
}}