3,270,434
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνερκτικός''': -ή, -όν, ([[συνέργω]]) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. [[συνακτικός]], [[συνεκτικός]]· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς ([[συνείρω]] ΙΙ). | |lstext='''συνερκτικός''': -ή, -όν, ([[συνέργω]]) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. [[συνακτικός]], [[συνεκτικός]]· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς ([[συνείρω]] ΙΙ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; <i>sel.d’autres</i> dont les raisonnements sont pressants.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]]. | |||
}} | }} |