3,276,932
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτρεμία''': ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― [[ἀταραξία]], [[ἀφοβία]], Πινδ. Ν. 11, 15. [[ὡσαύτως]] ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε. | |lstext='''ἀτρεμία''': ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― [[ἀταραξία]], [[ἀφοβία]], Πινδ. Ν. 11, 15. [[ὡσαύτως]] ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />état de celui qui ne tremble pas, immobilité ; ἀτρεμίαν ἔχειν XÉN demeurer immobile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀτρεμής]]. | |||
}} | }} |