ἀτρεμία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτρεμία''': ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― [[ἀταραξία]], [[ἀφοβία]], Πινδ. Ν. 11, 15. [[ὡσαύτως]] ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε.
|lstext='''ἀτρεμία''': ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― [[ἀταραξία]], [[ἀφοβία]], Πινδ. Ν. 11, 15. [[ὡσαύτως]] ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />état de celui qui ne tremble pas, immobilité ; ἀτρεμίαν ἔχειν XÉN demeurer immobile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀτρεμής]].
}}
}}