ἀτρεμία

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμία Medium diacritics: ἀτρεμία Low diacritics: ατρεμία Capitals: ΑΤΡΕΜΙΑ
Transliteration A: atremía Transliteration B: atremia Transliteration C: atremia Beta Code: a)tremi/a

English (LSJ)

ἡ,
A immobility, keeping still, ἀτρεμίαν ἔχειν X.Cyr.6.3.13, cf. Max.295; ἀ. λιμένων AP9.555.6 (Crin.); ἐν ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7: pl., Arist.HA537a4.
2 intrepidity, Pi.N.11.12.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀτρεμίη Hp.Art.33, AP 9.555 (Crin.), Max.295
1 inmovilidad ἡσυχίη καὶ ἀ. ξυμφέρει μάλιστα Hp.Vlc.1, cf. l.c., durante el sueño, Arist.HA 537a4, ἀτρεμίαν ἔχειν estar quieto X.Cyr.6.3.13, ἐπεὶ πολὺ βέλτερον ἔσται ἀτρεμίην ἐχέμεν Max.l.c.
2 calma, tranquilidad ὅσα δὲ (φάρμακα) ὕπνον ποιέει, ἀτρεμίην δεῖ τῷ σώματι παρέχειν Hp.Aff.36, ἡ ἀ. πιαίνει Arist.HA 595a30, <ἐν> ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7, νῆσον ... εὐάνεμον λιμένων τ' ἤπιον ἀτρεμίῃ AP l.c., cf. Hsch.
3 intrepidez μακαρίζω ... ἀτρεμίαν τε σύγγονον Pi.N.11.12.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, das Nichtzittern, Unerschrockenheit, Pind. N. 11, 12. – Ruhe, ἀτρεμίαν ἔχειν, = ἀτρέμας ἔχειν, Xen. Cyr. 6, 3, 13; λιμένων Crinag. 23 (IX, 555).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état de celui qui ne tremble pas, immobilité ; ἀτρεμίαν ἔχειν XÉN demeurer immobile.
Étymologie: ἀτρεμής.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμία: ион. ἀτρεμίη
1 неподвижность, спокойствие (λιμένων Anth.): ἀτρεμίαν ἔχειν Xen. оставаться неподвижным; ἀ. πιαίνει Arst. неподвижность способствует ожирению;
2 неустрашимость Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμία: ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― ἀταραξία, ἀφοβία, Πινδ. Ν. 11, 15. ὡσαύτως ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε.

English (Slater)

ἀτρεμία steadfastness, fearlessness ἄνδρα δἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέρ' Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12) [ἀρτεμιᾳ dub. (Pae. 12.3) ]

Greek Monolingual

η (Α ἀτρεμία) ατρεμής
1. το να μην τρέμει κάποιος ή κάτι
2. αταραξία, αφοβία.

Greek Monotonic

ἀτρεμία: ἡ (ἀτρεμής), στάση, ακινησία, ἀτρεμίαν ἔχειν ή ἄγειν, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀτρεμής
a keeping still, ἀτρεμίαν ἔχειν or ἄγειν Xen.

Translations

immobility

Bulgarian: неподвижност; Catalan: immobilitat; Finnish: liikkumattomuus, paikallaanolo; French: immobilité; Galician: inmobilidade; German: Immobilität; Greek: ακινησία; Ancient Greek: ἀκινησία, ἀκινησίη, ἀτρεμία, ἀτρεμίη, τὸ στάδιον; Italian: immobilità; Kazakh: қимылсыздық; Kyrgyz: кыймылсыздык; Polish: bezruch; Portuguese: imobilidade; Russian: неподвижность; Slovak: nehybnosť; Spanish: inmovilidad