κατατέμνω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατέμνω''': μέλλ. -τεμῶ: ἀόρ. κατέτεμον καὶ Δωρ. κατέταμον Πίνδ. Τέμνω ὅλον τι εἰς μικρὰ κομμάτια, [[κατακόπτω]], κατακομματιάζω, μαχαίρᾳ τάμον κατὰ [[μέλη]] Πινδ. Ο. 1. 49· κρέα Ἡρόδ. 4. 26, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1059· κ. ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55· τὴν κεφαλὴν Αἰσχίν. 84. 21· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κατατεμνομένη δέραν ὄνυξι Εὐρ. Ἠλ. 146· [[ἐντεῦθεν]], [[φονεύω]], κρεουργῶ, ὡς τὸ Λατ. occidere, τὸν λέγοντα κ. Πλάτ. Πολ. 488B· φονέας στυγέων κατ. (περὶ λῃστοκτόνου ἡγεμόνος) Ἀνθ. Π. 11. 280·― Παθ., τελαμῶσι κατατετμημένοις, μὲ ἐπιδέσμους κανονικῶς κεκομμένους, Ἡρόδ. 2. 86· σπλάγχνα κατατετμημένα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1524· γέρρα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 26·― μεταφορ., τὸ καλὸν ἐν τοῖς λόγοις κ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301B· κ. τινὰ ἀντὶ τοῦ [[κατονειδίζω]] Ὑπερείδης κατ’ Ἀθηνογένους Ε', 12, Β1.·― κ. χώρην ἐς διώρυχας, [[κατακόπτω]] αὐτὴν μὲ τάφρους καὶ διώρυχας, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 2. 8· κατετέμνητο ἐξ αὐτῶν (δηλ. τῶν διωρύχων) τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν Ξεν. Ἀν. 2. 4, 13. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., κ. τινὰ καττύματα, τὸν [[κόπτω]] εἰς λωρίδας, κομμάτια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 301· [[σῶμα]] κατατεμὼν κύβους, κατακόψας εἰς κυβικὰ τεμάχια, Ἄλεξις ἐν «Πονηρ.» 3. 4· τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν Ἔφιππος ἐν «Φιλύρᾳ» 1· εἴ τις τὸ [[σῶμα]] ὅ τι σμικρότατα κατατέμοι Πλάτ. Πολ. 610B.― Παθ., ἀπολοίμην καὶ διαπρισθείην καὶ κατατμηθείην λέπαδνα, [[εἴθε]] νὰ κατακοπῶ εἰς λωρία, κομμάτια, Ἀριστοφ. Ἱππ. 768. 3) τὴν τῶν [[πόλεων]] διαίρεσιν εὗρε καὶ κατέτεμε τὸν Πειραιᾶ, διήρεσεν αὐτὸν πρὸς οἰκοδόμησιν, ἐρρυμοτόμησεν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8,1· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἡ [[πόλις]] κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας, ἔχει «κομμένους» τοὺς δρόμους της εὐθεῖς, Ἡρόδ. 1. 180. 4) [[κόπτω]] κατὰ [[βάθος]], δηλ. ἀνοίγω ἐν τῇ γῇ, κατετέτμηντο τάφροι, ἦσαν ἀνεῳγμέναι, Ξεν. Ἀν. 2. 4,13· κ. τοῦ χωρίου [[βάθος]] ἀπὸ τοῦ μετεωροτάτου [[τρεῖς]] πόδας Ἐπιγρ. Dittenb. 537. 7· τὰ κατατετμημένα, τόποι [[ἔνθα]] ἐγένετο ἤδη μεταλλευτικὴ [[ἐργασία]], ἀντίθ. πρὸς τὰ ἄτμητα, Ξεν. Πόροι 4. 27· πρβλ. [[καινοτομέω]]. 5) κόπτων ἐλαττώνω, [[περικόπτω]], τὸ δέρμα [[ὁμαλῶς]] Ἱππ. Ἀγμ. 759.
|lstext='''κατατέμνω''': μέλλ. -τεμῶ: ἀόρ. κατέτεμον καὶ Δωρ. κατέταμον Πίνδ. Τέμνω ὅλον τι εἰς μικρὰ κομμάτια, [[κατακόπτω]], κατακομματιάζω, μαχαίρᾳ τάμον κατὰ [[μέλη]] Πινδ. Ο. 1. 49· κρέα Ἡρόδ. 4. 26, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1059· κ. ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55· τὴν κεφαλὴν Αἰσχίν. 84. 21· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κατατεμνομένη δέραν ὄνυξι Εὐρ. Ἠλ. 146· [[ἐντεῦθεν]], [[φονεύω]], κρεουργῶ, ὡς τὸ Λατ. occidere, τὸν λέγοντα κ. Πλάτ. Πολ. 488B· φονέας στυγέων κατ. (περὶ λῃστοκτόνου ἡγεμόνος) Ἀνθ. Π. 11. 280·― Παθ., τελαμῶσι κατατετμημένοις, μὲ ἐπιδέσμους κανονικῶς κεκομμένους, Ἡρόδ. 2. 86· σπλάγχνα κατατετμημένα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1524· γέρρα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 26·― μεταφορ., τὸ καλὸν ἐν τοῖς λόγοις κ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301B· κ. τινὰ ἀντὶ τοῦ [[κατονειδίζω]] Ὑπερείδης κατ’ Ἀθηνογένους Ε', 12, Β1.·― κ. χώρην ἐς διώρυχας, [[κατακόπτω]] αὐτὴν μὲ τάφρους καὶ διώρυχας, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 2. 8· κατετέμνητο ἐξ αὐτῶν (δηλ. τῶν διωρύχων) τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν Ξεν. Ἀν. 2. 4, 13. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., κ. τινὰ καττύματα, τὸν [[κόπτω]] εἰς λωρίδας, κομμάτια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 301· [[σῶμα]] κατατεμὼν κύβους, κατακόψας εἰς κυβικὰ τεμάχια, Ἄλεξις ἐν «Πονηρ.» 3. 4· τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν Ἔφιππος ἐν «Φιλύρᾳ» 1· εἴ τις τὸ [[σῶμα]] ὅ τι σμικρότατα κατατέμοι Πλάτ. Πολ. 610B.― Παθ., ἀπολοίμην καὶ διαπρισθείην καὶ κατατμηθείην λέπαδνα, [[εἴθε]] νὰ κατακοπῶ εἰς λωρία, κομμάτια, Ἀριστοφ. Ἱππ. 768. 3) τὴν τῶν [[πόλεων]] διαίρεσιν εὗρε καὶ κατέτεμε τὸν Πειραιᾶ, διήρεσεν αὐτὸν πρὸς οἰκοδόμησιν, ἐρρυμοτόμησεν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8,1· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἡ [[πόλις]] κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας, ἔχει «κομμένους» τοὺς δρόμους της εὐθεῖς, Ἡρόδ. 1. 180. 4) [[κόπτω]] κατὰ [[βάθος]], δηλ. ἀνοίγω ἐν τῇ γῇ, κατετέτμηντο τάφροι, ἦσαν ἀνεῳγμέναι, Ξεν. Ἀν. 2. 4,13· κ. τοῦ χωρίου [[βάθος]] ἀπὸ τοῦ μετεωροτάτου [[τρεῖς]] πόδας Ἐπιγρ. Dittenb. 537. 7· τὰ κατατετμημένα, τόποι [[ἔνθα]] ἐγένετο ἤδη μεταλλευτικὴ [[ἐργασία]], ἀντίθ. πρὸς τὰ ἄτμητα, Ξεν. Πόροι 4. 27· πρβλ. [[καινοτομέω]]. 5) κόπτων ἐλαττώνω, [[περικόπτω]], τὸ δέρμα [[ὁμαλῶς]] Ἱππ. Ἀγμ. 759.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατατεμῶ, <i>ao.2</i> κατέταμον;<br /><b>1</b> couper en morceaux : [[κρέα]] AR de la viande ; τελαμῶσι κατατετμημένοισι HDT avec des bandes régulièrement coupées ; <i>Pass.</i> τὸ [[ἄστυ]] κατατέτμηται [[τὰς]] ὁδοὺς ἰθείας HDT la ville est découpée en rues droites;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tailler en pièces, déchirer : ἑαυτόν XÉN se déchirer ; τὴν κεφαλήν ESCHN déchirer la tête ; faire périr, tuer;<br /><b>3</b> ouvrir une tranchée : τάφρους ἐπὶ τὴν χώραν XÉN creuser des fossés à travers le pays.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τέμνω]].
}}
}}