ζώφυτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώφῠτος''': -ον, (φύω) παρέχων ζωὴν εἰς τὰ φυτά, [[ζωογόνος]] δι’ αὐτά, [[γόνιμος]], [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 857· γῆ Πλούτ. Ρωμ. 20· τὰ ζώφυτα, φυτά, Δῖος παρὰ Στοβ. 408, ἐν τέλ. Πρβλ. [[ζωόφυτος]].
|lstext='''ζώφῠτος''': -ον, (φύω) παρέχων ζωὴν εἰς τὰ φυτά, [[ζωογόνος]] δι’ αὐτά, [[γόνιμος]], [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 857· γῆ Πλούτ. Ρωμ. 20· τὰ ζώφυτα, φυτά, Δῖος παρὰ Στοβ. 408, ἐν τέλ. Πρβλ. [[ζωόφυτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait vivre, vivifiant;<br /><b>2</b> qui produit des êtres vivants, fertile, fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[φύω]].
}}
}}