3,276,318
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατᾴδω''': Ἰων. -αείδω:―ᾄδω [[πρός]] τι, Λατ. occinere, καὶ ἑπομ., Ι. μεταβ., [[θέλγω]], [[καταπραΰνω]] διὰ τοῦ ᾄσματος, τινα Διον. Ἁλ. 4. 29, Πλούτ. 2. 745Ε, Λουκ.· καὶ [[μετὰ]] δοτ., ᾄδω μαγευτικὴν ᾠδὴν (ἐπῳδὴν) εἴς τινα, καταείδοντες… τῷ ἀνέμῳ Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. [[καταγελάω]].― Παθ., δι’ ἐπῳδῆς ἐπείγομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., οἱονεὶ κατᾳδόμενος κατὰ Reisk. ἀντὶ καταναγκαζόμενος Αἰλ. π. Ζ. 5. 25. β) κ. [[δεῖπνον]], [[κάμνω]] τὸ [[δεῖπνον]] εὔθυμον δι’ ᾄσματος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 2. 2) ᾄδω συνεχῶς, «ξεκωφαίνω» ᾄδων, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 2·―ᾄδω [[ἐναντίον]] τινὸς ἐπῳδάς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλοψ. 31· Παθ., ἔχω τινὰ ἐνώπιόν μου ᾄδοντα, ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 16. 3) πληρῶ δι’ ᾀσμάτων, τὰς λόχμας Λόγγος 1. 9· ἀηδὼν… κατᾴδει τῶν ἐρημαίων χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 1. 43. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἐπᾴδω, κατῇδε βάρβαρα [[μέλη]] μαγεύουσ’ Εὐρ. Ι. Τ. 1337. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ᾄδω [[ἄνωθεν]] ἢ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τόπου τινός, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, π. Ζ. 1. 20. | |lstext='''κατᾴδω''': Ἰων. -αείδω:―ᾄδω [[πρός]] τι, Λατ. occinere, καὶ ἑπομ., Ι. μεταβ., [[θέλγω]], [[καταπραΰνω]] διὰ τοῦ ᾄσματος, τινα Διον. Ἁλ. 4. 29, Πλούτ. 2. 745Ε, Λουκ.· καὶ [[μετὰ]] δοτ., ᾄδω μαγευτικὴν ᾠδὴν (ἐπῳδὴν) εἴς τινα, καταείδοντες… τῷ ἀνέμῳ Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. [[καταγελάω]].― Παθ., δι’ ἐπῳδῆς ἐπείγομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., οἱονεὶ κατᾳδόμενος κατὰ Reisk. ἀντὶ καταναγκαζόμενος Αἰλ. π. Ζ. 5. 25. β) κ. [[δεῖπνον]], [[κάμνω]] τὸ [[δεῖπνον]] εὔθυμον δι’ ᾄσματος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 2. 2) ᾄδω συνεχῶς, «ξεκωφαίνω» ᾄδων, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 2·―ᾄδω [[ἐναντίον]] τινὸς ἐπῳδάς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλοψ. 31· Παθ., ἔχω τινὰ ἐνώπιόν μου ᾄδοντα, ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 16. 3) πληρῶ δι’ ᾀσμάτων, τὰς λόχμας Λόγγος 1. 9· ἀηδὼν… κατᾴδει τῶν ἐρημαίων χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 1. 43. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἐπᾴδω, κατῇδε βάρβαρα [[μέλη]] μαγεύουσ’ Εὐρ. Ι. Τ. 1337. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ᾄδω [[ἄνωθεν]] ἢ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τόπου τινός, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, π. Ζ. 1. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> κατῇδον, <i>f.</i> κατᾴσομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> chanter d’en haut, au-dessus de;<br /><b>II.</b> remplir de chants, faire résonner, faire retentir, acc.;<br /><b>III.</b> chanter contre :<br /><b>1</b> chanter pour conjurer <i>en parl. de magiciens</i> : βάρβαρα [[μέλη]] EUR chanter des chants barbares, <i>càd</i> inintelligibles (que l’on prend pour des incantations);<br /><b>2</b> charmer, adoucir par des enchantements;<br /><b>3</b> prononcer une formule d’incantation contre : [[τῷ]] ἀνέμῳ HDT contre le vent, <i>càd</i> apaiser le vent au moyen d’incantations ; <i>Pass.</i> être amené par des sortilèges à, avec l’inf.;<br /><b>4</b> chanter contre, <i>càd</i> se moquer par des chansons, chansonner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ᾄδω]]. | |||
}} | }} |