3,274,131
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροποίητος''': -ον, ὁ διὰ χειρὸς πεποιημένος, [[τεχνητός]], ἀντίθετον τῷ αὐτοφυὴς ([[φυσικός]]), [[σκῆπτρον]] Ἡρόδ. 1. 195· [[λίμνη]] 2. 149· [[ἔργον]] Πλάτ. Κριτί. 118C· ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5 φλὸξ χ., πῦρ ἐπίτηδες ἀναφθέν, ἀντίθετον τῷ ἀπὸ ταὐτομάτου, Θουκ. 2.77· - [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐπὶ τῶν εἰδώλων, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 3. 605. Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 10. 10, 12. | |lstext='''χειροποίητος''': -ον, ὁ διὰ χειρὸς πεποιημένος, [[τεχνητός]], ἀντίθετον τῷ αὐτοφυὴς ([[φυσικός]]), [[σκῆπτρον]] Ἡρόδ. 1. 195· [[λίμνη]] 2. 149· [[ἔργον]] Πλάτ. Κριτί. 118C· ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5 φλὸξ χ., πῦρ ἐπίτηδες ἀναφθέν, ἀντίθετον τῷ ἀπὸ ταὐτομάτου, Θουκ. 2.77· - [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐπὶ τῶν εἰδώλων, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 3. 605. Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 10. 10, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />fait de main d’homme.<br />'''Étymologie:''' [[χειροποιέομαι]]. | |||
}} | }} |