ἀδαμαντόδετος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδᾱμαντόδετος''': -ον, ὁ διὰ δεσμῶν ἐκ χάλυβος δεδεμένος, ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις, Αἰσχύλ. Πρ. 148, 426 (λυρ.).
|lstext='''ἀδᾱμαντόδετος''': -ον, ὁ διὰ δεσμῶν ἐκ χάλυβος δεδεμένος, ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις, Αἰσχύλ. Πρ. 148, 426 (λυρ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />enfermé dans des liens d’acier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδάμας]], [[δέω]].
}}
}}