ἀδαμαντόδετος

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδᾰμαντόδετος Medium diacritics: ἀδαμαντόδετος Low diacritics: αδαμαντόδετος Capitals: ΑΔΑΜΑΝΤΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: adamantódetos Transliteration B: adamantodetos Transliteration C: adamantodetos Beta Code: a)damanto/detos

English (LSJ)

ἀδαμαντόδετον, iron-bound, λῦμαι A.Pr.148,426(lyr.).

Spanish (DGE)

(ἀδᾰμαντόδετος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que ata con acero ref. a Prometeo λύμαι ultrajes que atan con acero A.Pr.148.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé dans des liens d'acier.
Étymologie: ἀδάμας, δέω.

German (Pape)

mit Stahl befestigt, λῦμαι Aesch. Prom. 148; πόνος 424, die Schmach und der Schmerz der Eisenfesseln.

Russian (Dvoretsky)

ἀδᾰμαντόδετος: скованный сталью, в стальных оковах (λῦμαι, πόνος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδᾱμαντόδετος: -ον, ὁ διὰ δεσμῶν ἐκ χάλυβος δεδεμένος, ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις, Αἰσχύλ. Πρ. 148, 426 (λυρ.).

Greek Monotonic

ἀδᾰμαντόδετος: -ον, σιδηροδέσμιος, δεμένος με χαλύβδινους δεσμούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

iron-bound, Aesch.