3,271,376
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδόκητος''': -ον, = [[ἀπροσδόκητος]]. Ἡσ. (ἴδε κατωτέρ.) τὰν ἀδ. [[χάριν]], Σοφ. Ο. Κ. 249 ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. ἐν τῷ ἐπιλόγῳ τῶν ἠθικῶν σκέψεων τοῦ χοροῦ· τὰ δοκηθέντ’ οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ’ ἀδοκήτων πόρον εὗρε [[θεός]], Μήδ. 1417, Ἄλκ. 1161, Βάκχ. 1300, Ἀνδρ. 1286, Ἑλ. 1690· ξυμφορὰ ἀδ., Θουκ. 7. 29. κτλ.· τὸ ἀδ., = τὸ ἀπροσδόκητον, ἡ [[ἔκπληξις]], ὁ αὐτ. 4, 36, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐν Πινδ. Ν. 7. 45, ἀδόκητον καὶ δοκέοντα, δυνατὸν νὰ σημαίνῃ ἢ: τὸν ἄδοξον καὶ ἔνδοξον ἢ: τὸν μὴ προσδοκῶντα καὶ τὸν προσδοκῶντα. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, Θουκ. 4, 17, καὶ [[ὡσαύτως]] ἀδόκητα, ὡς ἐπίρρ., Ἡσ. Ἀποσπ. 31. Εὐρ. Φοίν. 318 [[οὕτως]]: ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, Θουκ. 6. 47. ― ἐκ τοῦ ἀδ. Διον. Ἁλ. 3. 64. | |lstext='''ἀδόκητος''': -ον, = [[ἀπροσδόκητος]]. Ἡσ. (ἴδε κατωτέρ.) τὰν ἀδ. [[χάριν]], Σοφ. Ο. Κ. 249 ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. ἐν τῷ ἐπιλόγῳ τῶν ἠθικῶν σκέψεων τοῦ χοροῦ· τὰ δοκηθέντ’ οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ’ ἀδοκήτων πόρον εὗρε [[θεός]], Μήδ. 1417, Ἄλκ. 1161, Βάκχ. 1300, Ἀνδρ. 1286, Ἑλ. 1690· ξυμφορὰ ἀδ., Θουκ. 7. 29. κτλ.· τὸ ἀδ., = τὸ ἀπροσδόκητον, ἡ [[ἔκπληξις]], ὁ αὐτ. 4, 36, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐν Πινδ. Ν. 7. 45, ἀδόκητον καὶ δοκέοντα, δυνατὸν νὰ σημαίνῃ ἢ: τὸν ἄδοξον καὶ ἔνδοξον ἢ: τὸν μὴ προσδοκῶντα καὶ τὸν προσδοκῶντα. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, Θουκ. 4, 17, καὶ [[ὡσαύτως]] ἀδόκητα, ὡς ἐπίρρ., Ἡσ. Ἀποσπ. 31. Εὐρ. Φοίν. 318 [[οὕτως]]: ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, Θουκ. 6. 47. ― ἐκ τοῦ ἀδ. Διον. Ἁλ. 3. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />imprévu, inattendu ; [[τῷ]] ἀδοκήτῳ ἐκπλήττειν THC épouvanter par la surprise (d’une attaque) ; ἀπὸ [[τοῦ]] ἀδοκήτου, [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἀδοκήτου à l’improviste.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δοκέω]] penser. | |||
}} | }} |