εἰσβάλλω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, [[ῥίπτω]] εἰς, ἄνδρα εἰς ἕρκη Σοφ. Αἴ. 60· εἰς [[πῆμα]] Αἰσχύλ. Πρ. 1075· φάρμακα εἰς φρέατα Θουκ. 2. 48· ἐσβ. στρατιὰν ἐς Μίλητον. [[ῥίπτω]] στρατὸν εἰς τὴν χώραν τῶν Μιλησίων, Ἡρόδ. 1. 14· ἐσβ. ὕας ἐς τὰς ἀρούρας ὁ αὐτ. 2. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 79· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., [[βοῦς]] πόντον εἰσεβάλλομεν, ἐδιώκομεν αὐτοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 261: - Μέσ., βάλλω εἰς τὸ πλοῖόν μου, εἰς τὴν ναῦν Ἡρόδ. 1. 1., 6. 95· ἀπολ., Θουκ. 8. 31. ΙΙ. εἰσβ. στρατιὰν εἰς…, περὶ εἰσβολῆς, Ἡρόδ. 1. 17· ἀλλὰ συνήθως [[ἄνευ]] τοῦ στρατιάν, [[κάμνω]] εἰσβολὴν εἰς, εἰς χώραν Ἡρόδ. 1. 15, 16, Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, Θουκ. 2. 47, κτλ.· εἰσβάλλειν, εἰς τοὺς ὁπλίτας, ἐπιπίπτειν κατ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 6. 70· πρὸς πόλιν εἰσβάλλειν ὁ αὐτ. 4. 25· ἐπὶ πυρετοῦ, [[προσβάλλω]] τινά, Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1: - [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]], εἰσέρχομαί που, εἰς τόπον Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1: - ποιητ. μετ’ αἰτιατ., χῶρον εἰσ. Εὐρ. Ἱππ. 1198: [[λέπας]] ὁ αὐτ. Βάκχ. 1045· [[εἰσέρχομαι]] κατὰ τύχην, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν ὁ αὐτ. Κύκλ. 99: - ἀπολ., [[ὁμοῦ]] γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαὶ Σοφ. Ἠλ. 719. 2) ἐπὶ ποταμῶν, κενοῦμαι, χύνομαι [[ἐντός]], Ἡρόδ. 1. 75., 4. 48, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 41. ἐνεργ. ἐσβάλλει δὲ [[οὗτος]] (ὁ ποταμὸς Ἴς) ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθον Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[εἰσδίδωμι]], [[ἐκδίδωμι]]. 3) ἀπολ. [[ἀρχίζω]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 1· κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Γαλην.
|lstext='''εἰσβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, [[ῥίπτω]] εἰς, ἄνδρα εἰς ἕρκη Σοφ. Αἴ. 60· εἰς [[πῆμα]] Αἰσχύλ. Πρ. 1075· φάρμακα εἰς φρέατα Θουκ. 2. 48· ἐσβ. στρατιὰν ἐς Μίλητον. [[ῥίπτω]] στρατὸν εἰς τὴν χώραν τῶν Μιλησίων, Ἡρόδ. 1. 14· ἐσβ. ὕας ἐς τὰς ἀρούρας ὁ αὐτ. 2. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 79· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., [[βοῦς]] πόντον εἰσεβάλλομεν, ἐδιώκομεν αὐτοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 261: - Μέσ., βάλλω εἰς τὸ πλοῖόν μου, εἰς τὴν ναῦν Ἡρόδ. 1. 1., 6. 95· ἀπολ., Θουκ. 8. 31. ΙΙ. εἰσβ. στρατιὰν εἰς…, περὶ εἰσβολῆς, Ἡρόδ. 1. 17· ἀλλὰ συνήθως [[ἄνευ]] τοῦ στρατιάν, [[κάμνω]] εἰσβολὴν εἰς, εἰς χώραν Ἡρόδ. 1. 15, 16, Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, Θουκ. 2. 47, κτλ.· εἰσβάλλειν, εἰς τοὺς ὁπλίτας, ἐπιπίπτειν κατ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 6. 70· πρὸς πόλιν εἰσβάλλειν ὁ αὐτ. 4. 25· ἐπὶ πυρετοῦ, [[προσβάλλω]] τινά, Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1: - [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]], εἰσέρχομαί που, εἰς τόπον Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1: - ποιητ. μετ’ αἰτιατ., χῶρον εἰσ. Εὐρ. Ἱππ. 1198: [[λέπας]] ὁ αὐτ. Βάκχ. 1045· [[εἰσέρχομαι]] κατὰ τύχην, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν ὁ αὐτ. Κύκλ. 99: - ἀπολ., [[ὁμοῦ]] γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαὶ Σοφ. Ἠλ. 719. 2) ἐπὶ ποταμῶν, κενοῦμαι, χύνομαι [[ἐντός]], Ἡρόδ. 1. 75., 4. 48, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 41. ἐνεργ. ἐσβάλλει δὲ [[οὗτος]] (ὁ ποταμὸς Ἴς) ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθον Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[εἰσδίδωμι]], [[ἐκδίδωμι]]. 3) ἀπολ. [[ἀρχίζω]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 1· κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> jeter dans : φάρμακα [[ἐς]] φρέατα THC jeter du poison dans les puits ; τινὰς [[ἐς]] φάραγγας THC précipiter des gens dans des ravins ; <i>fig.</i> τινα [[εἰς]] [[πῆμα]] SCHL précipiter qqn dans la douleur;<br /><b>2</b> <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν) se jeter dans <i>en parl. d’un fleuve</i> : [[εἰς]] τὸν Εὐφράτην XÉN se jeter dans l’Euphrate ; <i>en parl. d’une troupe</i> [[ἐς]] τοὺς ὁπλίτας THC se jeter sur les hoplites ; [[εἰς]] τὴν Ἀττικήν THC se jeter sur l’Attique, l’envahir ; πρὸς πόλιν THC se porter contre une ville ; <i>abs.</i> faire invasion <i>ou</i> irruption;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσβάλλομαι <i>ou</i> ἐσβάλλομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> jeter sur : ἵππους [[ἐς]] [[νέας]] HDT embarquer des chevaux ; τὰ δὲ ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν THC et ayant embarqué le reste, ils partirent;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’embarquer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βάλλω]].
}}
}}